Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2015

ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕ ΘΕΜΑ ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ (3)

ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΔΩΔΕΚΑΗΜΕΡΟΥ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ


(Κάνοντας κλικ στον παραπάνω τίτλο  θα μεταβείτε στον αντίστοιχο σύνδεσμο) 


ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ







ΓΟΥΤΟΥ ΓΟΥΠΑΤΟΥ
(Αλ. Παπαδιαμάντη)

Τον επετροβολούσαν οι μάγκες της αγοράς, τον εχλεύαζον τα κορίτσια της γειτονιάς, τον εφοβούντο τα νήπια  και τα βρέφη. Τον έλεγαν κοινώς «ο Ταπόης» ή «ο Μανώλης το Ταπόι».
— Ο Ταπόης! Να, ο Ταπόης έρχεται...
Φόβος και τρόμος εκολλούσε τα άκακα βρέφη εις το άκουσμα του ονόματος τούτου. Η νεολαία του χωρίου, οι θαμώνες των μαγαζειών και των καφενείων, δεν έπαυαν ποτέ να τον  πειράζουν.
— Είσ’ ένα χταπόδι, καημένε Μανωλιό· είσαι χταπόδι.
Κι εκείνος, με την γλώσσαν του την δεμένην δια γλωσσοδέτου μέχρι της ρίζης των οδόντων, απήντα:
— Ναι, είμι ταπόι!... Ισύ είσι ταπόι. (Ναι, είμαι χταπόδι. Εσύ είσαι χταπόδι.)
Είχε φίλους τόσον ολίγους και τόσον αμέτρητους εχθρούς, εις μέρος τόσον ολιγάνθρωπον! Κάποτε φιλάνθρωπος ή διακριτικός τις τον  υπερήσπιζεν εναντίον της επιθέσεως των αγυιοπαίδων. Εις εκείνον εγίνετο σκλάβος ισόβιος, κι εξετέλει δι’ αυτόν διακονήματα προθύμως, μετά βίας δεχό­μενος φίλεμα ή κέρασμα. Προς όλους τους άλλους δεν υπήρχε φιλία ούτε σπονδή.
Μόνον την μητέρα του είχεν εις τον  κόσμον. Εκείνη τον  επόνει, τον ηγάπα περιπαθώς, και αυτός την ελάτρευεν. Αδελφήν δεν είχεν. Ο ένας αδελφός του είχε χαθεί εις την Αμερικήν προ χρόνων και δεν ηκούσθη. Ο άλλος, χασομέρης άχρηστος, ως μόνον επάγγελμα είχε το να πηγαίνει κάθε χρόνον μέσα εις την μεγάλην στερεάν, εκεί όπου υπήρχον άφθονα θέρη, και να κάμνει το έργον της σβάρνας· ήτο δε η σβάρνα βαρεία σανίς, την οποίαν έσυρον άλογα ή βόδια εις το αλώνι· και αυτός εκάθητο επάνω εις την σανίδα, έμψυχον βάρος, δια να γίνεται τέλειον το αλώνισμα· εκεί είχεν αποθάνει. Ο τρίτος εγύριζε ναυτικός εις τα ξένα. Ο Μανώλης άλλην στοργήν δεν είχεν εις τον  κόσμον από την μητέρα του. Αύτη ήτο ήδη γραία, και αυτός είχε μεγαλώσει πολύ.
Οι ολίγοι φίλοι του, εκείνοι οίτινες συνεπάθουν προς αυτόν εν τη αγορά, τον είχον ακούσει επανειλημμένως ν’ απειλεί και να λέγει με την γλώσσαν του την νηπιώδη:
— Τάνει Γιά πέτου ’γώ πιιγώ μέτα Μπούτι! (Σαν πεθάνει η Γριά, θα πέσω εγώ να πνιγώ μες στο Μπούρτζι.)
Εθεώρει τον εαυτόν του ως άχρηστον. Εξαιρουμένης της γλώσσης το ήμισυ του ανθρώπου ήτο υγιές. Ο δεξιός πους εσύρετο κατόπιν του αριστερού, δεν εκινείτο ελευθέρως. η δεξιά χειρ αν και χονδρή και δυσανάλογος, και σχεδόν παράλυτος φαινομένη, είχε τεραστίαν ρώμην. Ωμοίαζε με μάγγανον ή με οδόντας ταυροσκύλου. Δια να δράξει έν πράγμα, συνήθως βραχίονα ή πλάτην κανενός παιδίου οχληρού, εχρειάζετο κόπον· έπρεπε να την βοηθήσει η άλλη χείρ, να ψαύσει δηλαδή τον  γρόνθον της δεξιάς, και να τον  διευθύνει· αφού όμως άπαξ έδραττε το αντικείμενον, η τεραστία χειρ δεν το άφηνε πλέον, σχεδόν και αν ήθελε να το αφήσει. Αλλοίμονον τότε εις τον βραχίονα, εις την ωμοπλάτην, αλλοίμονον εις την κεφαλήν του αυθάδους!
Ήτο χωλός  και  κυλλός  και  μογιλάλος. Ήτο ο Μανωλιός το Ταπόι.



***

Τέσσαρες ή πέντε άνθρωποι εγνώριζον καλώς την γλώσσαν του εις όλον το χωρίον. Ούτοι εκαλούντο, καθώς τους είχεν ονοματίσει ο ίδιος, ο Γωμέος, ο ΙΙαγιώτας και ο Παπαγάς. Τα καθαυτό ονόματά των ήσαν, Λαμιαίος και Μιχαλιός και Παπαγιάννης. Αλλά πώς εκ  του  Μιχαλιός, εσχημάτισε το Παγιώτας; Άπορον. Σπανίως προσέθετε συλλαβήν ή μετέθετε τον τόνον. Η φθογγολογία του ήτο περιεργοτάτη, και εν αυτή επλεόναζον τα λαρυγγόφωνα, ως και τα σκληρά και ψιλά εκ των αφώνων.
Γατί ονόμαζε το γατί, γατί το γιατί, γατί το χαρτί.
Αλλ’ έξαφνα μίαν ημέραν εξέφερε φράσιν εν η υπήρχεν η λέξις αύτη, πλην δεν έβγαινε νόημα ούτε ως γατί, ούτε ως γιατί, ούτε ως χαρτί. Η φράσις ήτο:
«Πότε τη Γουτού, Γουπατού, μαμ γατί». (Πότε να ’ρθεί του Χριστού, τ’ Αϊβασιλειού, να φάμε...) Καταρχάς οι τρεις γνώσται της γλώσσης ενόμισαν ότι απεκάλει μυκτηριστικώς γατιά τα κρέατα τα οποία επωλούσαν οι κρεοπώλαι του χωρίου. Οι τρεις προειρημένοι, και μάλιστα ο Παγιώτας, ήσαν δυνατοί εις την γλώσσαν του, και την ωμίλουν οι ίδιοι. Αλλ’ όταν προσέτρεξαν εις τα ανώτερα φώτα του κυρ Γιωργή του Λαυκιώτη, διευθυντού του μεγάλου καφενείου, όστις ήτο  και ο επίσημος προστάτης του Ταπόη, και οιονεί επίτιμος καθηγητής της ιδιαιτέρας γλώσσης, χωρίς να την ομιλεί ο ίδιος, ούτος απεφάνθη ότι τοιαύτη πικρά ειρωνεία δεν θα ήρμοζεν εις τα αισθήματα του πτωχού, του Μανώλη, αλλ’ ότι ίσως ωνόμαζεν απλώς γατί και το κατσίκι, και το αρνί. Ως τόσον το πράγμα έμεινεν αμφίβολον άχρι της ώρας ταύτης.

***

Επερίμενε πράγματι ανυπομόνως «πότε να ’ρθεί του Χριστού, τ’ Αϊβασιλειού», και άμα έμβαινε το Σαρανταήμερον, όπισθεν της θύρας του καφενείου του κυρ Γιωργή, εσημείωνεν ιδιοχείρως, με έν τεμάχιον κιμωλίας, τόσες γιώτες, όσας ημέρας έχει η Σαρακοστή· και κάθε πρωί, πριν του δώσει ο Γιωργής τσιγάρον να καπνίσει, ή καφέν να πίει, έσπευδε να σβήσει μίαν ιώτα, και τας έβλεπε με χαράν να ολιγοστεύουν. Πλην οι μοσχομάγκες της αγοράς, λαθραίως, επήγαιναν κι έγραφαν άλλες τόσες γιώτες, όσες είχε σβήσει εκείνος, κι έτσι η Σαρακοστή εφαίνετο ότι δεν θα είχε ποτέ τελειωμόν.
Ο Άις Νικόλας είχεν ασπρίσει ήδη τα γένια του προ ημερών, και ήτον η σειρά του Αγίου Σπυρίδωνος ν’ ασπρίσει τα ιδικά του˙ δεν έμενον πλέον ειμή δώδεκα ημέραι έως τα Χριστούγεννα.
— Έχουμε χαβά ακόμα, βρε χταπόδι! του εφώναζεν ο Νικολός ο Μπαλαλάς· εικοσιδυό μέρες ακόμα θέλουμε.
— Ναι, ταπόι! εψέλλιζεν ο Μανώλης· τα κότη κότα τύ. (Νά μαζώξεις τη γλώσσα σου συ.)
— Σε γελούν, βρε Μανιέ˙ δώδεκα μέρες ακόμα, τον επαρηγόρει ο Γιωργής.
Και ήρχετο η καρδιά του Μανώλη στον τόπον της. Είχεν αναλάβει μίαν υποχρέωσιν δια τας εορτάς. Επρόκειτο να συνοδεύει μερικά εκ των παιδιών της Κάτω Γειτονιάς, Όσα ήσαν τέκνα ή ανεψίδια φίλων  και προστατών του, όταν θ’ ανήρχοντο προς τα επάνω, αφ’ εσπέρας της παραμονής των Χριστουγέννων, ως και του Αγ. Βασιλείου και των Φώτων, ανά δύο και τρία, δια να τραγουδήσουν τα χαρμόσυνα τραγούδια εις τα σπίτια και  εις τα μαγαζιά της Επάνω Ενορίας. Διότι δεν θα ετόλμων ποτέ να ανέλθουν μοναχά των εκεί επάνω.
Όλα τα παιδιά του χωρίου ήσαν διηρημένα εις δύο μεγάλα πάνοπλα στρατόπεδα. Αι εχθροπραξίαι ήρχιζον από το φθινόπωρον, διήρκουν καθ’ όλον τον  χειμώνα, εξηκολούθουν την άνοιξιν, και δεν έπαυον το θέρος —ειμή εφ’ όσον μετεφέροντο εις τον ελεύθερον κάμπον, όπου εκοκκίνιζον άωρα και ημωδίαζον τους οδόντας προκλητικά τα μήλα, τα κεράσια, τα απίδια, και ύστερον τα σταφύλια. Ο επίσημος πετροπόλεμος διεξήγετο ιδίως την Κυριακήν των Βαΐων, αλλ’ όμως ο πετροπόλεμος ο καθημερινός ποτέ δεν εκόπαζε μεταξύ των δύο φουσάτων.
Εις την Επάνω Ενορίαν, εκεί άνωθεν του Βράχου, εβασίλευεν ο φοβερός Τσηλότατος. Ήτο υψηλός, όσον και ο Βράχος εφ’ ου είχε τον  θρόνον του, σγουρομάλλης, ακτένιστος, ξεσκούφωτος, ξυπόλυτος, και αποτρόπαιος. Ήτο αυτός ο ανεγνωρισμένος αρχηγός των μαγκών της Άνω Ενορίας και όλου του χωρίου. Τα δύο ποδάρια του ήσαν χονδρά, μελαψά κα πλατέα, ως δύο κατάρτια. Εφόρει παρδαλήν φανέλαν, ήτις ήτο άμα το υποκάμισον και το επανωφόρι του, και κοντόν πανταλόνι, χειμώνα και θέρος. Άδειαν δεν είχε παιδί ή νέος ή γέρος να περάσει απ’ εκεί σιμά εις τον Βράχον, εξουσίαν δεν είχε γριά ή νέα να πάγει εις την βρύσιν με την στάμναν της. Ήτο ως δεκαεπτά ετών και ήτο φοβερός σκιάς ήδη. Εφορολόγει τας γραίας, τας οικοκυράς, τας πτωχάς χήρας. Αν δεν του έδιδε μερδικό από τα φουρνιάτικα η Γαρουφαλιά, η φουρναρού, δεν της επέτρεπε να ψήσει τα ψωμιά. Έβαλλε φωτιά εις τα κλαδιά και τα έκαιεν, εις το προαύλιον του φούρνου· κι εφώναζε τ’ άλλα τα παιδιά, να πηδήσουν εκ τρίτου απ’ επάνω από την λαμπήν της φωτιάς, ως να ήτο ήδη τ’ Άι-Γιαννιού στο Λιοτρόπι. Από την μίαν γειτόνισσαν απήτει να του φέρει τυρόπιταν που να πλέει στο βούτυρο δια να φάγει, από την άλλην λαδόπιταν με λάδι πολύ, ή καμίαν γριά (μεγάλην τηγανίταν, ίσην με το τηγάνι), από την άλλην τυλιχτό (είδος κολοκυθόπιτας) ή μπομπότα με πολύ πολύ μέλι.
Είχεν ακούσει τους παλαιούς μύθους δια τα θεριά, τα οποία εφώλευαν σιμά εις την βρύσιν, από την οποίαν υδρεύετο το χωρίον. Εάν επέζη ώστε να γίνη είκοσιν ετών, εμελέτα να επιβάλει εις τους κατοίκους, ως ετήσιον φόρον, ένα κορίτσι τουλάχιστον. Και ο Σουλτάνος, καθώς ήκουσε να λέγουν, μίαν φοράν παντρεύεται τον χρόνον.
Δυστυχώς υπήρξε πολύ βραχύβιος, δεν επρόφθασε να φθάσει εις ηλικίαν. Και υπήρξεν ο τελευταίος της γενεάς του. Παιδίον όταν ήτο, εις τον ανεμόμυλον όπου είχεν ανατραφεί, είχον αποθάνει τα δύο αδελφάκια του. Κατόπιν απέθανεν η γριά, η μάννα του, ύστερον ο γέρος. Του εφάνη ότι είχε πέσει απ’ επάνω τους ο ανεμόμυλος και τους επλάκωσε, και πράγματι έπεσεν, αφού ο γέρος δεν εζούσε πλέον δια να τον αλέθει. Από τον μύλον έως τα Μνημούρια, το κοιμητήριον του χωρίου, ήτο πολύ σιμά.
Οι γονείς του ήσαν καλοί χριστιανοί, εσκέφθη, και δεν επέβαλαν εις τους ανθρώπους μεγάλην αγγαρείαν, να τους κουβαλούν μακράν δια να τους θάψουν. Πλην και αυτός, αρκετά ετάισε τους πεθαμένους, είπε, και ήτον καιρός πλέον ν’ αρχίσει να βυζαίνει τους ζωντανούς. Και αφού ο πεσμένος ανεμόμυλος δεν ήτο πλέον καλός δια να κατοικεί τις μέσα, εκουβαλήθη και αυτός εις το άλλο άκρον της υψηλής συνοικίας, επάνω από τους βράχους. Εκεί έστησε τον θρόνον του.
Ήτο ανεγνωρισμένος ηγεμών όλων των μαγκών  και  φοβερός πολέμιος όλων των παιδίων του σχολείου. Όλα τα παιδιά «τού έκαναν το σκήμα». Ήτο ο Μήτρος — ο Μήτρος ο Τσηλότατος — η «Τσηλότατος Γιατρός». Πόθεν και διατί ωνομάσθη ούτω; Άδηλον. Ίσως να ήτο παιδική αντίληψις του «υψηλότατος» ή του «εξοχότατος». Αγνοώ.
Ο δήμαρχος του τόπου, «εκπληρών και τα αστυνομικά», συνέβη να περάσει μίαν ημέραν απ’ εκεί, σιμά εις τον  Βράχον, όχι μακράν από την βρύσιν, ένθα είχε το στραταρχείον του ο Τσηλότατος. Αι πτωχαί γυναίκες της γειτονιάς είχον παραπονεθεί πικρώς εναντίον της μάστιγος. Ο δήμαρχος έσεισε τους ώμους, εμειδίασεν, απηύθυνεν ηπίας επιπλήξεις εις τον Μήτρον και εις όλην την δωδεκαμελή συμμορίαν των μαγκών — ο Τσηλότατος είχεν ακριβώς μίαν δωδεκάδα, όσους συμβούλους είχε και ο δήμαρχος και απεφάνθη:
— Αφήστε τα παιδιά να παίζουν, καλέ, αυτό δεν βλάπτει. Φτάνει να μην το παρακάνουν.

* * *

Πέντε ή εξ παιδιά του σχολείου, απ’ εκείνα τα οποία εκυνήγει ασπόνδως ο Τσηλότατος, είχον αναβεί εν συνοδεία του Μανωλιού του Ταπόη εις την επάνω γειτονιάν, την εσπέραν της παραμονής του Αγ. Βασιλείου κατ’ εκείνο το έτος.
Ο Μανωλιός ο Ταπόης, «το ’λεγε η καρδιά του, μια φορά». (Τοιούτον σχήμα συντάξεως, με την άδειαν όλων των γραμματικών, μας φαίνεται παραστατικόν δια τον άνθρωπον.) Ο Μανωλιός ο Ταπόης, αλλού επήγαιναν τα πόδια του, αλλού αι χείρες και αλλού το σώμα του. Πλην οι μυώνες του ήσαν ισχυροί, και ο γρόνθος της παραλύτου χειρός εκείνης έσφιγγεν ως μάγγανος.
Ανέβαιναν, και είχον και τον φόβον. Δεν ήτον η πρώτη φορά. Κατά τα προηγούμενα έτη, ο Μήτρος ο Τσηλότατος με το φουσάτον του, αν και μικρός ακόμα, τον είχε καταρημάξει τον πτωχόν τον  Ταπόη, μαζί με τους προστατευομένους του. Την φοράν αυτήν, δύο ή τρεις εκ της συμμορίας του Μήτρου, οπού εφύλαγαν καραούλι, είχον κατοπτεύσει εις το φως της σελήνης μακρόθεν τους ερχομένους. Ήτο ως δύο ώρας μετά την δύσιν.
— Ο Μανώλης το Χταπόδι, έρχεται· μας φέρνει κελεπούρια, έδωκαν είδησιν εις τον Μήτρον τον Τσηλότατον.
— Είναι πολλοί; ηρώτησεν άλλος μάγκας, όστις ίστατο πλησίον του Μήτρου.
— Είναι πέντ’ έξι εφτά οχτώ· είναι καμιά δεκαριά... ως μια ντουζίνα, είπε το καραούλι.
— Σιώπα σύ! επετίμησεν ο Μήτρος τον ερωτήσαντα˙ δεν είναι δουλειά σου. Πού ’ν’ τοι;
— Κοντεύουν· ζυγώσανε.
— Στα πόστα σας, εσείς! Μαζώξετε πολλά βράχια, διέταξεν ο Τσηλότατος. Αν δεν σας πω εγώ, κανένας μη ρίξει!
Όταν επλησίασεν η συνοδεία, το φουσάτον ήτον ανυπόμονον να χυθεί εναντίον της. Αλλ’ ο Μήτρος διέταξε να μείνουν κρυμμένοι, «στα πόστα τους».
— Θα τους πάρουμε κατακοντά, εξηγήθη ο Μήτρος εις τον πλησιέστερόν του. Να ψωμώσουν πρώτα, κι ύστερα.
— Α! έκαμεν εκείνος.
Να ψωμώσουν, εννοούσεν ο Μήτρος να πάρουν λεπτά, αφού τραγουδήσουν εδώ εκεί στα σπίτια. Ύστερον θα τους ερίχνοντο, θα τους έπαιρναν τα λεπτά, και θα τους έδιδαν και ξύλο. Τα «βράχια», τα οποία είχον μαζέψει, θα εχρησίμευον μόνον αν τυχόν ετρέποντο εις ταχείαν φυγήν οι άλλοι.
Τα παιδία της Κάτω Ενορίας, μοιρασθέντα εις δύο, εισήλθον εις δύο μαγαζιά και ήρχισαν να τραγουδούν τον Αι-Βασίλη. Ο Μανώλης το Χταπόδι ίστατο εις τον παραστάτην της θύρας του ενός. Κατόπιν εισήλθον εις άλλα μαγαζιά, ακολούθως ανέβησαν εις γνώριμα σπίτια. Ο Μανώλης πάντοτε φρουρός της έξω θύρας.
Η συμμορία του Τσηλότατου πάντοτε αφανής τους παρηκολούθει εξόπισθεν, κρυμμένη εις τα στενά και εις τ’ αγκωνάρια των σπιτιών.
Μετά ώραν η συνοδεία του Μανώλη κατέβη πάλιν εις την κυρίαν οδόν. Ηκούετο ο βρόντος της τσέπης των παιδίων. Ο Ταπόης εκοίταζεν εδώ κι εκεί. Είχεν ακούσει ψιθυρισμούς δύο ή τρεις φοράς. Δεν εγνώριζε καλά τα κατατόπια. Υπωπτεύετο και ήθελε να ψάξει, να βεβαιωθεί. Δεν ήθελε ν’ αφήσει τα παιδιά μοναχά τους.
— Ο Τσηλότατος τί να γίνεται; είπε την στιγμήν αυτήν έν των παιδίων.
— Πώς δε μας θυμήθηκε;
— Να ο Τσηλότατος! ηκούσθη αίφνης φοβερά φωνή. Τσηλότατος Γιατρός!
Ήτο ο ίδιος ο Τσηλότατος, όστις εξεπήδησεν αίφνης από ένα χάλασμα και κατόπιν του έτρεξεν όλη η συμμορία.
— Τσηλότατος Γιατρός! επανέλαβον εν χορώ οι συμμορίται του˙ κάμετε όλοι το σκήμα! Τσηλότατος Γιατρός!
— Πιάστε σεις τα κελεπούρια! εφώναξεν ο Τσηλότατος. Το Χταπόδι το κοπανίζω ’γώ!
Εν ριπή οφθαλμού ευρέθησαν αντιμέτωποι ο Τσηλότατος  και  ο Ταπόης.

* * *

Η μάχη ήρχισε. Πάραυτα ο πτωχός ο Ταπόης έφαγε δύο κατακεφαλιές, τρεις, τέσσαρες από την χείρα του φοβερού Τσηλότατου.
Δεν εφαίνετο η ελαχίστη πιθανότης, δεν υπήρχεν ελαχίστη ελπίς ότι (δέν) ήθελε την πάθει.
Το έν των παιδίων, το οποίον ήτο σχετικότερον του Ταπόη, εξεγλίστρησεν από τα χέρια του ενός μάγκα και επλησίασε σιγά εις τον Ταπόην.
Το παιδίον τούτο εννοούσε καλώς την γλώσσαν του Μανώλη. Ο προβλεπτικός Ταπόης του είχεν ειπεί δια γλώσσης και δια χειρονομίας:
— Άα γης Τότατο μάμι μίμι, έα ντά, χέι το αό χέι. (Τουτέστιν· άμα ιδείς τον Τσηλότατο να κοντεύει να με κάμει ψοφίμι, έλα κοντά να μου βάλεις το χέρι αυτό (το αριστερό) εις τον  καρπόν του άλλου χεριού (του δεξιού).)
Κατά την κρίσιμον στιγμήν το παιδίον αυτό ενθυμήθη την σύστασιν, επλησίασεν εις τον  Ταπόην κι εδοκίμασε να εκτελέσει την συνταγήν. Επέτυχε.
— Τί του έκαμες, βρε; Μάγια; ηρώτησαν οι άλλοι.
Μετά μίαν στιγμήν ο λαιμός του Τσηλότατου ευρίσκετο ως εν φοβερά αρπάγη εντός του σφιγκτού γρόνθου με τους γαμψούς όνυχας, της πελωρίας χειρός του Ταπόη. Ο Τσηλότατος άφήκε πνιγμένην κραυγήν.
Ήσπαιρεν, ηγωνία, εσφάδαζεν. Ολίγον ακόμη αν έσφιγγεν ο Ταπόης, δεν θα υπήρχε πλέον Τσηλότατος.
— Πόκυλου! έκραξε μόνον ο Ταπόης. (Χασαπόσκυλο!)
Τα παιδιά της συμμορίας, εκρέμασαν τα χέρια κάτω, και άφησαν τα «κελεπούρια». Δεν επρόφθασαν να ψάξουν τα θυλάκια.
Η συνοδεία από την Κάτω Ενορίαν ανεθάρρησε.
— Μπράβο, Μανώλη! Μπράβο!
Ολίγον ακόμη, και οι αμυντικοί θα ελάμβανον επιθετικήν στάσιν. Ο Τσηλότατος επνίγετο, ερρόγχαζεν, εξεψυχούσε. Τα μάτια του είχαν πεταχθεί έξω από τας κόγχας. Η ανταύγεια από τους λύχνους των μαγαζιών τα εδείκνυε τρομερά εις την νύκτα. Η σελήνη έλαμπεν εκεί επάνω υψηλά. Σιωπή και τρόμος και αγωνία.
Έν των παιδίων από την συμμορίαν έτρεφεν αληθή στοργήν προς τον  Τσηλότατον. Τον ήγάπα ως αδελφοποιτόν. Το παιδίον τούτο είχεν ακούσει να λέγουν ότι ο Ταπόης, όταν συνέβη ποτέ ν’ ακούσει ότι η μήτηρ του αρρώστησεν έξαφνα, έτρεξεν έξαλλος εκ τρόμου και απελπισίας. Αίφνης του ήλθεν η ενθύμησις αυτή. Το παιδίον αυθορμήτως εφώναξε:
— Πεθαίν’ η μάννα σου, Μανώλη! Μανώλη, τρέχα, πεθαίν’ η μάννα σου!

* * *

Δια να σωθεί τις από τους οδόντας της Σκύλλης, τον παλαιόν καιρόν, έπρεπε να επικαλεσθεί την μητέρα του τέρατος. «Αυδάν δέ Κραταιίν, μητέρα της Σκύλλης, η μιν τέκε πήμα βροτοίσιν».
Εις τους καθ’ ημάς χρόνους, όσοι επικαλούνται τον Άγιον Φανούριον, οφείλουν να λέγουν: «Θεός σχωρέσ’ την μητέρα του Αγίου Φανουρίου! Θεός σχωρέσ' την!» Η σύμπτωσις μαρτυρεί απλώς πόσον κοινή είναι η προς την μητέρα φιλοστοργία, και εις τους Αγίους και εις τα τέρατα.
Ο Ταπόης ετρόμαξε, κατεπλάγη, ωχρίασεν. Επίστευσε προς στιγμήν το ψευδές άγγελμα˙ ηττήθη από το τέχνασμα το παιδαριώδες. Αφήκε τον λαιμόν τον οποίον αγρίως έσφιγγεν. Ο Τσηλότατος εγλύτωσεν ευθηνά, την βραδιάν εκείνην.
Τα παιδιά της συμμορίας είχον αρχίσει να διασκορπίζονται. Οι δύο γείτονες καταστηματάρχαι επήραν είδησιν εν τω μεταξύ. Εξήλθον με φωνάς και μ’ επιπλήξεις. «Τ’ είν’ εδώ; Τί γίνετ’ εδώ;»
Ο Τσηλότατος, ζαλισμένος, έπεσεν εις μίαν γωνίαν, δια να αναλάβει πνοήν. Και τα λοιπά παιδία, εκτός εκείνου του αφοσιωμένου, όστις είχεν επινοήσει και εκτελέσει το τέχνασμα, ετράπησαν εις φυγήν.
Ο Μανώλης μετά της συνοδείας του κατήλθον προς την ενορίαν των. Όλα τα παιδιά ήσαν υπερήφανα και καμαρωμένα. Αυτήν την χρονιάν, εξήλθον νικηταί από τον αγώνα. Ο Μανώλης ήτον εντροπιασμένος, διότι επίστευσε το ψευδολόγον παιδίον.
— Δεν πειράζει· τον  επαρηγόρησεν ο Βαγγέλης, εκείνος όστις εγνώριζε την γλώσσαν του, και όστις είχεν εκτελέσει το πείραμα της εμβολής και της κατευθύνσεως της χειρός.
— Καλύτερα που σε γέλασε, παρά να σου το ’λεγε αλήθεια και να λες πάλι, καθώς την άλλη φορά, — θυμάσαι;— πού κινδύνεψε ν’ αποθάνει η μάννα σου: «Πα μένη! πα-νταμένη!» (Πάει, καημένη! πανταπάει, κατακαημένη!)



 Ο Αμερικάνος 
(Αλ. Παπαδιαμάντη)



   Του Δημήτρη του Μπέρδε το μαγαζί ωμοίαζε, την εσπέραν εκείνην, με βάρκαν, κατά το φαινόμενον φουρτουνιασμένην, δευτερόπρυμα πλέουσαν, πληττομένην υπό των κυμάτων την μίαν πλευράν, με το ύδωρ εισπηδών από την κωπαστήν και περιρραντίζον τους δυστυχείς επιβάτας, όπου ο κυβερνήτης και ο ναύτης του φαίνονται περιφρόντιδες, δίδοντες και λαμβάνοντες προστάγματα εις ακατάληπτον γλώσσαν, ο μεν ιθύνων μετά βίας το πηδάλιον, ο δε λύων και δένων τα ιστία, βοηθών διά της κώπης εκ του υπηνέμου, αμφότεροι τρέχοντες από την πρύμνην εις την πρώραν, καταπτοούντες τους απειροτέρους των επιβατών, περιρραινομένους από το αφρίζον κύμα, οσφραινομένους εγγύθεν και γευομένους την άλμην. Εξημέρωναν δε Χριστούγεννα, και έκαστος των πελατών επεθύμει να κάμει τα οψώνιά του. Ο κυρ Δημήτρης ο Μπέρδες έτρεχεν εμπρός, οπίσω, εκέρνα νοθευμένα τους πελάτας, επώλει ξίκικα εις τους αγοραστάς, με την τρικυμίαν εσκορπισμένην εις την όψιν και την γαλήνην ταμιευμένην εν τη καρδία, γοητευόμενος από τας φωνάς των θαμώνων, ενθουσιών από τον κρότον των κερμάτων, των πιπτόντων διά της άνωθεν οπής, ως τα στρουθία εις την παγίδα, εις το καλώς κλειδωμένον συρτάρι του. Το παιδί, ο δεκαπεντούτης Χρήστος, ανεψιός του εξ αδελφής, δεν επρόφθανε να γεμίζει φιάλας εκ του βαρελίου, να κακοζυγίζει βούτυρον εκ του πίθου, να κενώνει μέλι εκ του ασκού, με την ποδιάν υψηλά εις το στήθος περιδεδεμένην, κι εξελαρυγγίζετο να φωνάζει αμέσως! εις οκτώ διαφόρους τόνους και ύψη· λέξιν την οποίαν με τον καιρόν είχε κατορθώσει να κολοβώσει εις αμές! είτα να συντάμει εις ’μες! και τέλος ν’ απλοποιήσει εις ες!
   Εις μίαν γωνίαν του μαγαζείου όμιλος εκ πέντε ανδρών εκάθηντο κι έπιναν την μαστίχαν των, πριν διαλυθώσι και απέλθωσιν οίκαδε διά το δείπνον. Ήσαν όλοι εμποροπλοίαρχοι του τόπου, περιμένοντες την κατάδυσιν του Σταυρού διά ν’ αποπλεύσωσι, κι εδεξιούντο ένα συνάδελφόν των, εκείνην την εσπέραν φθάσαντα αισίως με την σκούναν του, τον καπετάν Γιάννην τον Ιμβριώτην· έκαμαν όλοι με την σειράν τα μουσαφιρλίκια, είτα ο καπετάν Γιάννης ηθέλησε και αυτός να τους κάμει τα σαλαμετλίκια. Είτα είς έκαστος των φίλων επροθυμήθη να κάμει κι εκ δευτέρου τα μουσαφιρλίκια, και πάλιν ο καπετάν Ιμβριώτης εξανάκαμε τα σαλαμετλίκια. Έως εδώ ευρίσκοντο και ωμίλουν ζωηρώς περί πραγμάτων του επαγγέλματός των, περί ναύλων, κεσατίων, περί σταλίας, περί φορτώσεων κι εκφορτώσεων, περί ναυαγίων και αβαριών. Ο καπετάν Γιάννης διηγείτο διά μακρών τα του τελευταίου ταξιδίου του, και είπεν ότι, ακουσίως του, ένεκα δυστροπίας τών τουρκικών αρχών, ηναγκάσθη να διατρίψει επί ημέρας εν Βόλω, όπου είχε προσεγγίσει προς μερικήν εκφόρτωσιν.
-         Α! δεν σας είπα και ένα γιουλτζή που πήρα απ’ το Βόλο, είπε.
-         Επήρες κανέναν επιβάτη απ’ το Βόλο; ηρώτησεν είς των φίλων του.
-         Δεν ηθέλησε να ξεμπαρκάρει, έμεινε μες στη σκούνα. Του είπα να τον πάρω μ’σαφίρη στο σπίτι, και δε θέλησε.
-         Και για πού πάει;
-         Έως εδώ, κατά το παρόν. Τον ηρώτησα, δεν ηθέλησε να μου πει.
-         Και τι δουλειά έχει εδώ;
-         Τι άνθρωπος είναι;
-         Πώς σου φάνηκε; διεσταυρούντο αι ερωτήσεις των πλοιάρχων.
-         Είναι άνθρωπος που έχει ξουραφισμένο το μουστάκι και τα γένεια, κι έχει αφημένες μόνον τρίχες αποκάτ’ απ’ το σιαγόνι και στο λαιμό. Μου φάνηκε σαν Εγγλέζος, σαν Αμερικάνος, μα όχι πάλι σωστός Εγγλέζος ούτε σωστός Αμερικάνος· τα ολίγα λόγια που μου είπε ρωμέικα, τα είπε μ’ έναν τρόπο δύσκολο και συλλογισμένο, όχι και πολύ ξενικό, σαν να ήξερε μια φορά ρωμέικα και τα ξέχασε. Τις πλειότερες φορές συνενοηθήκαμε με κάτι λίγα ιταλικά που ξέρω κι εγώ.
-         Σου είπε τ’ όνομά του;
-         Στα χαρτιά τον επέρασα ως Τζων Στόθισον, με αμερικάνικο πασαπόρτι.
   Την στιγμήν εκείνην ο καπετάν Γιάννης, όστις εκάθητο ερείδων τα νώτα επί του τοίχου, προς την θύραν βλέπων, ακουσίως ανέκραξεν:
-         Α! να τος!
   Όλοι εστράφησαν προς την θύραν.


   Είχεν εισέλθει άνθρωπος υψηλός, καλοφορεμένος, ως σαρανταπέντε ετών, ωραίος, ανοικτοπρόσωπος, εξυρισμένος μύστακα και γένειον, πλην ολίγων τριχών υπό τον πώγωνα και προς τον λαιμόν, με παχείαν χρυσήν καδέναν επί του στήθους, αφ’ ης εκρέμαντο μικρόν εγκόλπιον καί τινες βώλοι χρυσού. Ποίας φυλής, ποίου κλίματος ήτο, δυσκόλως ηδύνατο να εικάσει τις. Εφαίνετο αποκτήσας οιονεί επίχρισμα επί του προσώπου, ως προσωπίδα τινά άλλου κλίματος, ευζωίας και πολιτισμού, υφ’ ην ελάνθανε κρυπτομένη η αληθής καταγωγή του. Εβάδιζε με βήμα αβέβαιον, ρίπτων βλέμμα έτι αβεβαιότερον προς τα περί αυτόν πρόσωπα και πράγματα, ως να προσεπάθει να κατατοπισθεί όπου ήτο.
   Ενώ προ της δύσεως του ηλίου ηρνήθη, ως διηγείτο ο πλοίαρχος Ιμβριώτης, ν’ αποβιβασθεί εις την πολίχνην, άμα ενύκτωσε παρεκάλεσε τον επί του πλοίου μείναντα ναύτην, όστις, επειδή δεν ήτο εντόπιος, δεν είχε πού να υπάγει, κι έμεινε φύλαξ της σκούνας, να τον αποβιβάσει εις την ξηράν. Ο ναύτης υπήκουσεν. Ο ξένος άφησε την αποσκευήν του, συγκειμένην από τρεις υπερμεγέθεις κασσέλας, εις τον θάλαμον της πρώρας, κι εξήλθεν. Άμα αποβιβασθείς, ευρέθη εις την παραθαλάσσιον αγοράν, κι εκοίταξε δεξιά-αριστερά, ως να μη εγνώριζε πού ευρίσκετο. Έξω εις το ύπαιθρον άνθρωποι δεν ήσαν, διότι ήτο ψύχος δριμύ· τα βουνά χιονισμένα ολόγυρα. Ήτο τη 24 Δεκεμβρίου 187… Εκοίταξεν εντός εις δύο ή τρία καπηλεία και καφενεία, είτα εις δύο εμπορικο-παντοπωλεία διφυή, οία τα των χωρίων. Αλλά δεν εφάνη ευχαριστημένος, ως μη αναγνωρίσας αυτά, κι εξηκολούθησε τον δρόμον του. Ανέβη εις την μικράν πλατείαν, έμπροσθεν του ναού των Τριών Ιεραρχών. Εκεί εφάνη ότι ανεγνώρισε το μέρος. Και δεν έκαμε τον σταυρόν του, άμα είδε την εκκλησίαν, αλλ’ εις το σκότος έβγαλε το καπέλον του, και πάλιν το εφόρεσεν, ως να συνήντησε παλαιόν φίλον και τον εχαιρέτα. Είτα προσέβλεψεν αριστερά, είδε το μικρόν οινοπαντοπωλείον του Μπέρδε, κι επλησίασεν. Εστάθη επ’ ολίγας στιγμάς κι εκοίταξεν εντός. Τέλος εισήλθεν. Είναι αληθές ότι δεν είχεν ιδεί τον πλοίαρχον Ιμβριώτην, όστις, καίτοι προς την θύραν βλέπων, εσκιάζετο εν μέρει απ’ αυτούς τους συναδέλφους του, μεθ’ ων συνέπινε, τους στρέφοντας τα νώτα προς την θύραν, κι επεπροσθείτο από άλλον τινά όμιλον ορθών ισταμένων και πινόντων παρά το λογιστήριον, έμπροσθεν του οποίου ίσταντο αι φιάλαι με τα ποτά. Εάν τον είχεν ιδεί, ίσως δεν θα εισήρχετο.
-         Να ο Αμερικάνος, επανέλαβεν ο πλοίαρχος Ιμβριώτης δείξας τον εισελθόντα προς τους συναδέλφους του.
   Οι τέσσαρες εμποροπλοίαρχοι έστρεψαν τους οφθαλμούς προς τον νεωστί ελθόντα και τον εκοίταξαν απλήστως.
-         Μπόνο πράτιγο, σινιόρε, έκραξεν ο Ιμβριώτης· απεφάσισες, βλέπω, κι εβγήκες.
   Ο ξένος έκαμε σημείον χαιρετισμού με την χείρα.
-         Πλήιζ κάπτην(ορίστε καπετάνιε), είπεν είς των εμποροπλοιάρχων, ο καπετάν Θύμιος ο Κουρασάνος, ιδιοκτήτης μεγάλου βρικίου, όστις είχε κάμει δύο ταξίδια εις τον ωκεανόν, μέχρι Λονδίνου, και είχε μάθει οκτώ ή δέκα αγγλικάς φράσεις.
-         Θεγκ-ιού σερ (ευχαριστώ, κύριε), απήντησεν ευγενώς ο ξένος.
   Και έρριψε μίαν δεκάραν εις το λογιστήριον, ειπών εις τον παίδα μόνον την λέξιν ταύτην: «ρουμ!» Λαβών δε εις την χείρα το ποτήριόν του, δια να μη δείξει ότι απέφευγε συστηματικώς τους ανθρώπους, επλησίασε προς τον όμιλον, και είπεν ελληνιστί, μετά τινος παχυστομίας και δυσκολίας περί την προφοράν.
-         Ευχαριστώ, κύριοι· δεν είμαι να καθίσω να κάμω τωκ, και δύσκολο σ’ εμένα να κάμω τωκ ρωμέικα.
-         Τι λέει; είπε συνοφρυωθείς ο καπετάν Θύμιος ο Κουρασάνος· δε θέλει να κάμει τόκα μαζί μας;
   Ο ξένος ήκουσε, κι έσπευσε να επανορθώσει την παρανόησιν.
-         Με συμπάθειο, κύριε· είπα, να κάμω τωκ, να κάμω κονβερσατσιόνε, πώς το λένε;
-         Θέλει να πει, δυσκολεύεται να κάμει κουβέντα στη γλώσσα μας, είπεν εννοήσας ο καπετάν Ιμβριώτης.
-         Α! ναι, κουβέντα, είπεν ο ξένος· ξέχασα τα λόγια ρωμέικα.
-         Αντ χουέρ γιου κομ; είπεν ο Κουρασάνος, σολοικίζων αγγλιστί το: πόθεν έρχεσαι;
-         Στην ώρα εδώ ήρθα, απήντησεν ο Αμερικάνος· ύστερα δεν ξέρω, κι άλλα ταξίδια θα κάμω.
   Ο καπετάν Κουρασάνος τον εκοίταξε μηδέν εννοών.
-         Δεν κάθεσαι, σινιόρε; είπεν ο Ιμβριώτης· πού θα βρεις καλύτερα;
-         Δεν κάθομαι, πάω να κάμω γουώκ, να φέρω γύρο, πώς το λέτε;
-         Να κάμεις σπάτσιο;
-         Α, ναι, σπάτσιο, είπεν ο ξένος· ναι, βλέπω, σαν δεν ειπεί ένας λόγια ιταλικά, δεν καταλαβαίνει άλλος ρωμέικα.
   Έκαμε νεύμα αποχαιρετισμού, κι εστράφη προς την θύραν. Οι πέντε πλοίαρχοι έμειναν πλέοντες, μετά την συνδιάλεξιν ταύτην, εις μεγαλύτερον πέλαγος αγνοίας, ή εις όσον πριν είχον αναχθεί εκ των εξηγήσεων του συναδέλφου των Ιμβριώτη.

   Εξελθών του καπηλείου ο ξένος, διηυθύνθη προς την Κολώναν, την ισταμένην απέναντι των Τριών Ιεραρχών, εξ ης έδενον το πάλαι τα πρυμνήσια των παραχειμαζόντων εις τον λιμένα πλοίων. Έστρεφε το βλέμμα δεξιά και αριστερά, και τέλος το προσήλωσεν επιμόνως είς τινα μικράν οικίαν, την οποίαν εκοίταξεν επί μακρόν, ως να προσεπάθει ν’ αναμνησθεί και ν’ αναγνωρίσει τι.
   Τέλος εισήλθεν εις στενόν δρομίσκον διασχίζοντα την συνοικίαν, κι έγινεν άφαντος.
   Εάν εν τούτοις τον παρηκολούθει τις, θα έβλεπεν ότι, αφού προέβη ολίγα βήματα, εστράφη υψηλότερα και ανήλθε, τέσσαρας οικίας ανωτέρω του μικρού οίκου, τον οποίον επιμόνως εκοίταζε πριν, όπου μεταξύ δύο οικιών εσχηματίζετο κενόν τι, εν μέρει θαπτόμενον από λείψανα δύο τοίχων.
   Εφαίνετο ότι ήτο χάλασμα, ερείπιον οικίας ου προ πολλού κατεδαφισθείσης. Ο ξένος, αφού εκοίταξε τριγύρω, να ίδει μήπως τον παρετήρει τις, εισήλθε δειλός εις το χάλασμα εκείνο, όπου εις την γωνίαν των δύο τοίχων εφαίνετο κόγχη τις μαυρισμένη, ως να υπήρχεν εστία εκεί το πάλαι. Εισήλθεν ασκεπής, κρατών τον πίλον εις τας χείρας, εγονάτισε, κι εστήριξε το μέτωπον επί των ψυχρών λίθων της γωνίας εκείνης, και αφού έμεινεν επί τρία λεπτά γονυκλινής, ηγέρθη, εσπόγγισε τους οφθαλμούς του, και απεμακρύνθη βραδέως.
   Επανελθών πάλιν χαμηλότερον, εστάθη εις το μέσον του δρομίσκου, ου μακράν της οικίας, την οποίαν πριν εφαίνετο ότι εκοίταζεν. Εστάθη, και αφού έρριψε βλέμμα ολόγυρα, ίνα ίδει μή τις τον παρηκολούθει, έτεινε το ούς. Τι ήκουεν άρα γε; Ίσως ήκουε τα διασταυρούμενα και φεύγοντα κατά διαφόρους διευθύνσεις, ως λάλημα χειμερινών στρουθίων, άσματα των παίδων της γειτονιάς, οίτινες επισκεπτόμενοι τας οικίας, έψαλλον τα Χριστούγεννα. Εδώ μεν ηκούοντο οι στίχοι:
                                Χριστούγεννα, πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου,
                                εβγάτ’, ακούστε, μάθετε, τώρα Χριστός γεννιέται.
εκεί δε αντήχει:
                                 Κυρά μ’, τη θυγατέρα σου, κυρά μ’, την ακριβή σου.
και αλλαχού:
                                 Ν’ ασπρίσεις σαν τον Έλυμπο, σαν τ’ άσπρο περιστέρι.
φωναί αθώαι, άχροοι, χαρωπαί, φωναί παιδικής χαράς και ευθυμίας.
   Αίφνης ο ξένος ηναγκάσθη να παραμερίσει, διότι ζεύγος παιδίων, ων το έν εκράτει και φανάριον, αρτίως καταβάντα από μίαν κλίμακα, ήρχοντο προς τα εδώ. Επέστρεψε βήματά τινα οπίσω, προς το μέρος οπόθεν είχεν έλθει. Τα παιδία ήλθαν πλησίον, και ουδέ τον παρετήρησαν καν. Ανέβησαν την κλίμακα εκείνης ακριβώς της οικίας, την οποίαν είχε κοιτάξει διά μακρών ο ξένος, Τούτο ιδών έκαμε κίνημα, κι εστράφη οπίσω πάλιν, μετά ζωηρού ενδιαφέροντος. Εστάθη κι έτεινε το ούς.
   Τα παιδία έκρουσαν την θύραν.
-         Να ’ρθούμε να τραγουδήσουμε, θεια;
   Μετά μίαν στιγμήν ηκούσθη ένδοθεν βήμα, ηνοίχθη η θύρα, και γραίά τις με μαύρην μανδήλαν προκύψασα, είπε με θλιβεράν φωνήν:
-         Όχι, παιδάκια μ’, τι να τραγ’δήστε από μας; Έχουμε μεις κανένα; Καλή χρονίτσα να’ χετε, κι σύρτε αλλού να τραγ΄δήστε.
   Τους έβαλε μίαν πενταρίτσαν εις την χείρα, και τα παιδία έφυγαν ευχαριστημένα, διότι, χωρίς άλλον κόπον, ειμή την ανάβασιν και κατάβασιν της κλίμακος, εκέρδισαν μίαν πεντάραν.
   Ο ξένος, αόρατος από τινος γωνίας, είδε την ερρυτιδωμένην εκείνην μορφήν, και ήκουσε την πικραμένην φωνήν εκείνην. Περίεργον δε ότι αφήκε στεναγμόν ανακουφίσεως, εφάνη ως να εχάρει.
   Του ήλθε τότε μία ιδέα, την οποίαν, χωρίς να συλλογισθεί πολύ, έβαλεν εις ενέργειαν. Αφού εκλείσθη η θύρα και η γραία έγινεν άφαντος, τα παιδία κατέβησαν την κλίμακα ανταλλάσσοντα λέξεις τινάς.
-         Τώρα έχουμε, βρε Γληόρ’, μια κι εξηνταπέντε.
-         Κι από πόσα κάνει να πάρουμε; είπεν ο άλλος, όστις ήτο κάσσα. Από ογδόντα λεπτά.
-         Δε θε-μοιραστούμε κι τ’ν πεντάρα αυτ’νής τς γριάς;
-         Ναι, θε-τ’νε-μοιραστούμε, βρε Θανάσ’· ογδόντα ου ένας κι ογδόντα ου άλλους.
-         Τ’νε-παίρνουμε, βρε Γληόρ’, καρύδια, κι τα μοιραζόμαστε.
-         Κι σα μας δώσ’νε πέντε καρύδια, από πόσα θε-πάρουμε;
   Αίφνης ο ξένος επαρουσιάσθη ενώπιον των παιδίων, προτείνων την χείρα και δεικνύων αυτοίς έν τάλληρον.
   Τα παιδία, τα οποία δεν είχαν ιδεί άλλοτε άνθρωπον ξυραφισμένον γένεια-μουστάκια, εξαφνίσθησαν, και το έν, το κρατούν τον φανόν, αφήκε μικράν κραυγήν, ενώ το άλλο, του οποίου η τσέπη εβρόντα, ετρέπετο εις φυγήν. Τότε ο Θανάσης, υποπτεύσας ότι, αν έφευγεν ο Γληόρης, ίσως την επαύριον θα εκρύπτετο και δεν θα του έδιδε λογαριασμόν, αφήκε το φανάρι κατά γης, και ήτο έτοιμος να τρέξει, να κυνηγήσει τον φεύγοντα. Μεθ’ ετοιμότητος τότε ο Αμερικάνος επρόφτασε να δείξει εις το φως του φαναρίου το τάλληρον, το οποίον είχεν εις την χείρα, και να είπει:
-         Στάσου· πάρε αυτό ντόλλαρ.
   Διχαζόμενον μεταξύ δύο φόβων και δύο επιθυμιών, το παιδίον εστάθη απορούν τι να κάμει, και τα μεν γόνατά του έτρεμαν, η δε όψις του εφαίνετο κάπως φοβισμένη.
-         Δυό λόγια να μου ειπείς θέλω, είπεν <ο> ξένος· αυτό σπίτι, επήγατε απάνου, ποιος ζει;
   Το παιδίον δεν ενόησε καλώς.
-         Τι λες, μπάρμπα; είπεν αρχίσαν να λαμβάνει θάρρος.
   Ο ξένος έβαλεν εις την χείρα του το τάλληρον, κι επροσπάθησε να εξηγηθεί ευκρινέστερα.
-         Επήγατε τώρα απάνω σπίτι· η γριά στην πόρτα ήρθε, ποιος άλλος μαζί της ζει αυτό σπίτι;
   Ο παις εδυσκολεύετο να εννοήσει. Εν τούτοις, αφού έλαβε το τάλληρον, πας φόβος έπαυσε παρ’ αυτώ.
-         Εδώ απάνου, είπεν, είναι η θεια-Κυρατσού· μας έδωκε κι μια πεντάρα. Είναι κι άλλη μια, δε ξέρου τι τ’ν έχει.
-         Θυγατέρα της απάνου μαζί της είναι;
-         Θυγατέρα της πρέπει να ’ναι, ναι.
-         Είναι παντρεμένη θυγατέρα της;
-         Δε ξέρου αν είναι παντρεμένη· μα δε φαίνεται να ’χει άνδρα.
-         Και πόσα χρόνια είναι θυγατέρα της;
-         Δε ξέρου πόσα χρόνια είναι· μα πρέπει να ’ναι καθώς γεννήθηκε ως τώρα.
   Και ο παις, αναλαβών τον φανόν του, έφυγε τρέχων, σφίγγων εις την παλάμην του το τάλληρον, μη εμπιστευόμενος να το βάλει εις την τσέπην· έτρεχε δε να εύρει τον Γληόρην, να του ζητήσει το μερίδιόν του. Ο ξένος δεν εδοκίμασε να τον εμποδίσει.

* * *

   Μετά ταύτα ο Αμερικάνος απεμακρύνθη, κατήλθε <εις> την παραθαλασσίαν αγοράν, όπου δύο ή τρία καφενεία είχαν φως, εκοίταξεν εις ποίον τούτων ήσαν ολιγώτεροι θαμώνες, και εισήλθεν εις έν, όπου ένα μόνον άνθρωπον είδε, τον καφετζήν. Ο γέρων, αρτίως ξυραφισθείς, με τον μύστακα στριμμένον, με την βράκαν κοντήν, με υψηλά υποδήματα, με την ποδιάν καθάριον, ητοιμάζετο, φαίνεται, να κλείσει, αλλ’ άμα είδεν εισελθόντα τον Αμερικάνον, τον εκοίταξε μετά περιεργείας. Ούτος παρήγγειλε να του δώσει ρούμι, ρίψας δεκάραν επί του λογιστηρίου. Ιδών ο μπάρμπ’ Αναγνώστης την δεκάραν, ηθέλησε να του επιστρέψει την πεντάραν, αλλ’ ο άνθρωπος είπε: «Νόου! νόου!», και τότε ο καφετζής του έβαλε κι άλλο ρούμι, διά να κλείσει την πεντάραν, ως ενόμιζεν· αλλ’ ο ξένος έρριψεν επί της τραπέζης και άλλην δεκάραν. «Δε θα ξέρει ρωμέικα, ως φαίνεται», εσυλλογίσθη ο μπάρμπ’ Αναγνώστης, και διά να δοκιμάσει του απέτεινεν τον λόγον:
-         Τώρα, νεοφερμένος είστε;
-         Εγώ σήμερα έφθασα, με καπετάν Γιάννη γολέτα.
-         Του καπετάν Γιάννη του Ιμβριώτη;
-         Ναι, ημπορείς ελόγου σου να κάμεις ποντς;
-         Μετά χαράς, είπεν ο μπάρμπ’ Αναγνώστης.
   Και προσπαθήσας ν’ ανακαλέσει εις την μνήμην τας αρχαίας γνώσεις του, εδοκίμασε να κατασκευάσει πόντσι, αλλά το ρούμι δεν ήναπτε, και ούτω το προσέφερεν όπως-όπως εις τον ξένον. Ούτος δεν έκαμε παρατήρησιν, κι έρριψεν αργυρούν σελλίνι επί της τραπέζης.
   Ο μπάρμπ’ Αναγνώστης το έλαβε.
-         Πόσο πάει αυτό;
-         Δεν ξέρω εγώ μονέδα του τόπου, είπεν ο άγνωστος.
   Ο γέρων ήνοιξε το συρτάρι του, κι εζήτει αν θα είχεν αρκετά κέρματα διά να δώσει τα ρέστα, αλλά δεν έβρισκε πλείονα των ογδοήκοντα λεπτών εις δεκάρες, πεντάρες και δίλεπτα. Εν τούτοις δεν του εσυγχώρει η συνείδησις να δολιευθεί τον πελάτην, και είπε:
-         Σφάντζικο δεν σας βρίσκεται, κύριε;
-         Δεν έχω εγώ μονέδα άλλη από Αγγλία και Αμέρικα, είπεν ο ξένος.
-         Δεν βγαίνουν τα ρέστα, κύριε. Πάρτε το ασημένιο σας. Αυτό θα πάει, πιστεύω, ως μια και τριανταπέντε, μια και σαράντα. Αύριον μου δίνετε είκοσι λεπτά.
-         Κράτησε το σίλλιν, δε θέλω ρέστα.
   Ο μπάρμπ’ Αναγνώστης έμεινε χάσκων, θεωρών απλήστως τον ξένον. Αλλά την στιγμήν εκείνην εισήλθεν όμιλος εκ τριών ανθρώπων, και σταθέντες έμπροσθεν του λογιστηρίου, διέταξαν να τους δώσει από ένα ποτόν. Ο είς των τριών τούτων ανθρώπων, οινόφλυξ, ετραγουδούσεν ατάκτως:
Ντελμπεντέρισσα Βασίλω,
                                                        στρώσ’ το μπράτσο σου να γείρω…
   Ο δεύτερος, γυμνός το στήθος και ανυπόδητος, με τοιούτον ψύχος, ήρχισε να κοιτάζει επιμόνως τον ξένον.
-         Κάπου τον είδα εγώ αυτόν, εμορμύρισε μασημένα.
   Ούτοι ήσαν οι αχθοφόροι της πόλεως, οι ίδιοι και διαλαληταί, τριμελής φαιδρά συντεχνία, περνώντες τον καιρόν των να πίνωσι το βράδυ παν ό,τι εκέρδιζαν την ημέραν. Ο τραγουδιστής, αλλάξας αίφνης ρυθμόν και ήχον, επανέλαβεν:
Έβγα να ιδείς, έβγα να ιδείς,
σκύλα, κορμί που τυραγνείς.
-         Εβίβα, παιδιά! και συνέκρουσαν θορυβωδώς τα ποτήρια. Και ο άλλος, ο γυμνόστερνος και γυμνόπους, δεν έπαυε να κοιτάζει επιμόνως τον άγνωστον. Και ο πρώτος εξηκολούθησε να τραγουδεί:
Βασίλω μ’, τα κουμπούρια σου
                                                      με τι τα ’χεις γεμάτα;
                                                                                   βαριά, π’ ανάθεμά τα!
   Την στιγμήν εκείνην ηκούσθη βαρύ βήμα ένδοθεν της αγούσης άνω εις την οικίαν ξυλίνης κλίμακος, ήτις φρακτή με σανίδωμα έκοπτε μίαν των γωνιών του καφενείου. Και εις τα άνω του σανιδώματος υπό το πάτωμα ηνοίχθη θυρίς, και μία κεφαλή με άσπρον σκούφον, με λευκόν μύστακα και με χονδρούς χαρακτήρας επρόβαλεν εκ της θυρίδος.
-         Μα πόσες φορές σ’ το είπα, Αναγνώστη, εξήλθε διά της θυρίδος εκ της κεφαλής της επιφανείσης χονδρή φωνή συμπληρούσα τους χονδρούς χαρακτήρας· δε θα βάλεις γνώση; Χαλνάς την ησυχίαν των νοικοκυραίων! Τι μέρα ξημερώνει αύριο, κι έχουμε τραγούδια και φωνές πάλι; Και <τι> ώρα είναι τώρα;
   Ήτο δε ογδόη και ημίσεια. Ο τραγουδιστής της αχθοφορικής τριανδρίας, λαβών τον λόγον, μετά κωμικής σοβαρότητος, είπε:
-         Τώρα θα φύγουμε, καπετάν Αναστάση, θα κλείσω. Δεν το καταδεχόμαστε μεις να σας χαλάσουμε την ησυχία σας.
-         Σώπα εσύ, ζω! έκραξεν ο Αναστάσης.
-         Τώρα αμέσως, καπετάν Αναστάση, θα κλείσω. Δεν μπορώ, βλέπεις, να διώξω τους ανθρώπους, εφώνησεν ο καφετζής.
-          Τέτοια τίμια μούτρα! ανεκάγχασεν από της θυρίδος ο καπετάν Αναστάσης. Χρειάζονται μεγάλες τσεριμόνιες μαζί τους.
-         Α! εμείς δεν σας προσβάλαμε, καπετάν Αναστάση· η αφεντιά σου, βλέπω, μας προσβάλλεις, είπεν ο αχθοφόρος.
   Και ταπεινή τη φωνή εμορμύρισε:
-         Το νοίκι το θέλεις σωστό, και ξέρεις να το γυρεύεις και μπροστά· μα σα δε βγάλει κι αυτός ο φτωχός μια πεντάρα, πώς θα σ’ το πληρώσει;
-         Σιωπάτε, τώρα έχει δίκιο, γιατί ξημερώνει Χριστούγεννα, είπεν ο ευσυνείδητος καφετζής· άλλες φορές φαίνεται σκληρός, ο βλοημένος.
   Η κεφαλή με τον άσπρον σκούφον εν τω μεταξύ είχε γίνει άφαντος από την θυρίδα, ο δε μπάρμπ’ Αναγνώστης ητοιμάσθη να κλείσει. Οι τρεις αχθοφόροι εξήλθον κρατούμενοι εκ των χειρών και άδοντες. Ο ξένος έκαμε νεύμα αποχαιρετισμού διά της κεφαλής και είχεν εξέλθει προ αυτών, αλλ’ ο καφετζής τον ανεκάλεσε και του είπε:
-         Και πού θα κοιμηθείτε απόψε; έχετε μέρος να μείνετε; Πού είστε, κύριε; εγώ εδώ θα πλαγιάσω. Αν θα πάτε μες στη σκούνα, καλά, ειδεμή, αν αγαπάτε, μείνατε εδώ, έχει ζέστη.
-         Δεν έχω ύπνο, είπεν ο ξένος· εγώ θα φέρω γύρο, και ύστερα, βλέπουμε.
-         Όποτε αγαπάτε, χτυπήστε μου την πόρτα, να σηκωθώ να σας ανοίξω. Έχω και ρούχα να σας δώσω.

* * *

Την φοράν ταύτην ο Αμερικάνος, διευθυνθείς εις την συνοικίαν εκείνην δι’ άλλου μικροτέρου δρομίσκου, έβλεπε την οικίαν εκείνην, ήτις ήτο το αντικείμενον της μερίμνης του, εκ της ετέρας πλευράς, της νοτιοδυτικής. Αντικρύ του μικρού οικίσκου, παρά τινα γωνίαν γειτονικής οικίας, υπήρχε σωρός τις ξύλων και πετρών, αποκείμενος εκεί τις οίδε προ πόσων χρόνων ως εκ κατεδαφισθείσης οικίας ή ερειπίου καταρρεύσαντος. Επί της προς τα εκεί προσόψεως του οικίσκου έφεγγε μικρόν παράθυρον, με το έν φύλλον κλειστόν, με το άλλο ανοικτόν, και διά της υέλου ηδύνατό τις να ίδει το εσωτερικόν, ανερχόμενος επί τινος υψώματος. Ιδών ο ξένος ότι ο δρόμος ήτο έρημος, και ουδέ σκιά διαβάτου εφαίνετο, ανέβη εις το ύψος του σωρού εκείνου, και με παλμόν καρδίας κατεσκόπευσε τα έσω του οικίσκου. Αντικρύ της υέλου του μικρού παραθύρου, του έχοντος το εν παραθυρόφυλλον ανοικτόν, ήτο η εστία, με ασθενές πυρ καίον, με ένα δαυλόν σπινθηρίζοντα, με το κανδήλι ανημμένον προ των ιερών εικόνων εκεί υψηλά. Παρά την εστίαν εκάθητο γυνή τις, νέα ακόμη, ως εφαίνετο, στηρίζουσα την κεφαλήν της επί της χειρός, συλλογισμένη, θλιμμένη. Εκίνει δε τα χείλη, και η φωνή της εψιθύριζε κάτι, και ο ψίθυρος απετέλει ελαφρόν μινύρισμα άσματος με ασθενή φωνήν, καθαράν μεν και παρθενικήν, αλλά μαραμμένην· και εις τα ώτα του ξένου έφθασαν ευκρινώς οι δύο ούτοι στίχοι:
Αλλοίμονον κι αλλοί-καημός!
                                       του γεμιτζή ξενιτεμός…
   Ο ξένος ησθάνθη πόνον εις την καρδίαν και δάκρυ εις το βλέφαρον. Του ήρθε τότε αποτόμως να καταβεί από τον σωρόν, να τρέξει και ανέλθει εις την οικίαν· διά να κάμει τι; Κι αυτός καλά δεν εγνώριζεν. Εν τοσούτω εκρατήθη. Την ιδίαν στιγμήν ηκούσθη ελαφρός κρότος εις το πάτωμα, τριγμός, ως ν’ ανέβαινέ τις εσωτερικήν κλίμακα, ως να εκλείετο κλαβανή τις. Δευτέρα γυνή, κυρτή, με μαύρην μανδήλαν, γερόντισσα, ήλθε πλησίον της εστίας, και γονατίσασα προ αυτής, έρριπτε ξυλάρια εις το πυρ. Ήτο αυτή εκείνη, ήτις είχε δώσει την πεντάραν εις τα δύο παιδία και τα απέπεμψεν.
-   Δε μαζώνεις το νου σ’, θα πω, δυχατέρα; Ούλο θα κλαις, πλιο;… Τα! τι λογάτε;… Σα σ’ ακούω, δυχατέρα!…ξεχωρίσαμε απ’ τον κόσμο, πλιο… Τι, μοναχή σ’ είσι;… Όντις σ’ εγυρεύανε, τότες που ήτανε σ’νέχ’, που πήε σ’ν Αμέρικα ου προκομμένους, γιατί δε θέλησες κανένανε; Δε σ’ τα ’λεγα εγώ; Γιατί δεν ακούς τ’ μάννα; Σ’ τα ’λεγα, ένα κιριμέ. Τώρα, σα μεγάλωσες, ποιος φταίει; Κι μοναχή σ’ τάχα είσι; Είν’ άλλες μεγαλύτερις. Του Μυγδαλιώ τς Μάχους, κι του Κρουσταλλιώ τς Γιώργινας, τι σ’νέριο τς έχεις εσύ;
   Ο ξένος ήτο όλος ώτα, κι εφαίνετο παραδόξως εννοών τι έλεγεν η γραία, μάλλον εξ επιπνοίας και συνειδήσεως, ή από τα ολίγα ελληνικά όσα εφαίνετο να ηξεύρει.
   Την στιγμήν εκείνην ηκούσθησαν βήματα και ομιλίαι εις το άκρον της οδού. Δύο άνθρωποι ήρχοντο προς τα εδώ. Ο ωτακουστής έσπευσε να καταβεί από την σκοπιάν του και ν’ απομακρυνθεί. Έφθασεν εις το πέρας του δρομίσκου, και στραφείς δεξιά, ευρέθη πάλιν εις την μικράν πλατείαν προ του ναού των Τριών Ιεραρχών.

* * *

   Το μικρόν καπηλείον, εξ ου ήρχισεν η παρούσα διήγησις, ήτο ανοικτόν ακόμη. Ο Δημήτρης ο Μπέρδες δεν περιεφρόνει και τα μικρά κέρδη, δεν απηξίου καμμίαν πεντάραν ουδέ δίλεπτον. Ωνόμαζε τα τοιαύτα «μικρά δολώματα». Τα άλλα, τα αφ’ εσπέρας, τα ωνόμαζε «παραγαδίσια». Ό,τι βγάλει κανείς , έλεγεν, ή με συρτή, ή με πεζόβολο, καλό είναι. Επεριποιείτο τον κλήτορα και τους χωροφύλακας, εκέρνα νερωμένο κρασί εις την περίπολον ή πολιτοφυλακήν της νυκτός, και του επέτρεπαν να έχει ανοικτά και ως τας ένδεκα, ευρίσκοντες μάλιστα μεγαλυτέραν ζέστην να κάθηνται εκεί, παρά να περιέρχωνται την πολίχνην και να κρυώνωσι.
   Την ώραν εκείνην ο κάπηλος ίστατο εις το λογιστήριόν του, κι εμέτρει δεκάρας, εικοσιπενταράκια του Όθωνος και σφάντζικα. Το παιδί ο Χρήστος, με την ποδιάν σχεδόν υπο τας μασχάλας περιδεδεμένην, εκοιμάτο όρθιον, νευστάζον την κεφαλήν, ως μικρά δίκωπος φελούκα, σαλευομένη υπο ελαφρού νότου εις την πλευράν της ηγκυροβολημένης βρατσέρας. Ενίοτε τον εξύπνα αποτόμως η κρούσις του ποδός του καπήλου, επαναλαμβάνοντος ηχηροτέρα τη φωνή τας διαταγάς των θαμώνων διά κεράσματα. Και τότε, ως εν υπνοβασία, εκινείτο, εκέρνα, ελάμβανε τας δεκάρας, τας έρριπτε μηχανικώς εις το λογιστήριον, κι επιστρέφων εξηκολούθει την συνέχειαν του ύπνου.
   Εν ορχηστρικώ θορύβω, εν φωναίς και αλαλαγμώ, εισήλασεν εις το καπηλείον η εύθυμος συντεχνία των τριών αχθοφόρων της πόλεως, μετά την εκ του καφενείου του μπάρμπ’ Αναγνώστη αποπομπήν της. Ο είς των τριών, ο Στογιάννης ο Ντόμπρος, σερβομακεδών την καταγωγήν, υπεκρίνετο την αρκούδαν, κι εχόρευεν, ο δεύτερος εκείνος όστις πριν έλεγε τα τραγούδια, ο Παύλος ο Χαλκιάς, είχε μουντζουρωθεί κι έκαμνε τον αρκουδιάρην. Απόκρεως, ναι μεν, δεν ήτο ακόμη, αλλ’ αφού αύριον εξημέρωναν Χριστούγεννα, μετά τα Χριστούγεννα «Άις Βασίλης έρχεται», μετά τον Άι Βασίλη Φώτα, και μετά τα Φώτα εμβαίνει το Τριώδι. Ο τρίτος, ο και πρόεδρος της συντεχνίας, ο Βαγγέλης ο Παχούμης, λασιόστηθος, γυμνόπους, με το παντελόνι συνήθως ανασηκωμένον μικρόν κάτω του γόνατος ίσως εκ της μακράς έξεως του να θαλασσώνει προς εκφόρτωσιν των πλοιαρίων, δεν έπαυε του να συλλογίζεται τον Αμερικάνον. «Μες στο νου μ’ γυρίζει», έλεγε.
   Αλλ’ ιδού εισήλθε μετ’ ολίγον κι εκείνος όστις ήτο το αντικείμενον του διαλογισμού του. Διηυθύνθη εις το λογιστήριον, διέταξε ρούμι, κι έρριψεν αργυρούν σελλίνιον επί του κασσιτέρου τού λογιστηρίου. Ο Μπέρδες το έλαβε.
-         Πόσα πάει αυτό;
   Ο Αμερικάνος έκαμε χειρονομίαν αδιαφορίας και είπε:
-         Δεν γνωρίζω του τόπου μονέδα εγώ.
-         Αυτό δεν είναι σύμφωνο με την μονέδα μας και δεν περνάει, είπεν ο κάπηλος· αν θέλετε να σας το πάρω για δραχμή.
-         Άι ντον΄τ κέαρ, εμορμύρισεν ο Αμερικάνος. Και είτα ελληνιστί είπε:
-         Δε με μέλει εμένα αυτό.
   Ο Μπέρδες του επέστρεψεν ενενήντα πέντε λεπτά.
   Εν τούτοις ο Βαγγέλης ο Παχούμης δεν έπαυσε να κοιτάζει τον άγνωστον. Την στιγμήν εκείνην εστράφη προς τους εν τω καπηλείω και είπε μεγαλοφώνως:
-         Βρε παιδιά, θυμάστε, κανένας από σας, το Γιάννη τ’ μπαρμπα-Στάθη τ’ Μοθωνιού, που λείπει στην Αμέρικα εδώ κι είκοσι χρόνια;

* * *

   Ακούσας το όνομα τούτο ο ξένος ανεσκίρτησε κι εστράφη άκων προς τον λαλούντα. Εν τούτοις εκρατήθη, προσεπάθησε να δείξει αδιαφορίαν, κι ελθών εκάθισε παρά τινα γωνίαν του καπηλείου. Ήναψε πούρον κι εκάπνιζεν.
   Ουδείς απήντησεν εις την ερώτησιν του αχθοφόρου, ης η υποκεκρυμμένη έννοια ελάνθανε πάντας. Ο Βαγγέλης εξηκολούθησε:
-         Πού να θυμάστε σεις! Είσθε όλοι μικρότεροί μου, εξόν απ’ τον μπαρμπα-Τριαντάφυλλο, που δεν είναι ντόπιος, κι εγώ κοντεύω τώρα να σαραντίσω. Ήμουν ως δεκαοχτώ χρονών όταν εξενιτεύθηκε ο γυιος του Μοθωνιού, κι εκείνος τότε θα ήτον ως εικοσιπέντε. Μα μου φαίνεται, να τον έβλεπα τώρα-δα, θα τον εγνώριζα. Απέθαναν με τον καημό τού Γιάννη τους, κι ο καημένος ο μπαρμπα-Στάθης, κι η γυναίκα του, Θεός σχωρέσ’ τους! Και το σπιτάκι τους απόμεινε ρείπιο και χάλασμα με δυο μισούς τοίχους εδώ παραπάνου, στης εκκλησιάς το μαχαλά, και μ’ ένα μαύρο βαθούλωμα στη γωνιά που ήτον έναν καιρό η παραστιά τους. Και ο γυιος τους έρριξε πέτρα πίσω του. Μα ως πόσος κόσμος χάνεται, ως τόσο, και στην Αμέρικα! Ξέρετε που ήταν και αρραβωνιασμένος;
-         Και ποια είχε; ηρώτησε μετ’ αδιαφορίας ο κλήτωρ της δημαρχίας, αρχηγός της πολιτοφυλακής της νυκτός.
   Ο ξένος ήκουε μετά βαθυτάτης προσοχής, αλλ’ εφυλάττετο να στρέψει <το> βλέμμα προς τον λαλούντα.
- Είχε το Μελαχρώ της θεια-Κυρατσώς της Μιχάλαινας. Και σαν έφυγε και απέρασαν δυο-τρία χρόνια, την εγύρεψαν πολλοί, γιατί το κορίτσι είχε χάρες κι εμορφιές, και τιμημένη ήτον, και μορφοδούλα, η μόνη κεντήστρα του χωριού μας, και προικιά είχε καλά. Μα το Μελαχρώ δε θέλησε κανέναν, όσο που απέρασαν τα χρόνια κι έγινε κι αυτή γεροντοκόριτσο. Και με το αχ και με το βαχ, αδυνάτισε τώρα κι εχλώμιανε, μα ως τόσο, όταν η γυναίκα έχει καλό σκαρί, δύσκολα γεράζει. Ακόμα το λέει, βρε παιδιά, θα είναι παραπάν’ από τριανταπέντε, και φαίνεται να είναι ως εικοσιπέντε· έτυχε μια μέρα να την ιδώ, που τους κουβάλησα ένα σακκί αλεύρι· όσο την κοιτάζεις, τόσο νοστιμίζει!
-         Έλα, άφ’σέ τα αυτά, Βαγγέλη, είπεν αυστηρώς ο κλήτωρ της δημαρχίας· δεν πάει στα μαγαζιά μέσα να λέμε για φαμίλιες και για κορίτσα.
-         Έχεις δίκιο, μπαρμπα-Τριαντάφυλλε, είπεν ο αχθοφόρος· μα δεν το είπα για κακό.
   Η όψις του Αμερικάνου εφαιδρύνθη, και ακτίς ευτυχίας, διαπεράσασα το επίχρισμα εκείνο και την οιονεί προσωπίδα, περί ης είπομεν εν αρχή, ηγλάισε το πρόσωπόν του.
   Ο μπαρμπα- Τριαντάφυλλος με τον χωροφύλακα και τους δύο πολίτας φρουρούς, με τα τουφέκια των, ηγέρθη και είπεν αποτεινόμενος προς τον κάπηλον:
-         Έλα κάμε γλήγορα, Δημήτρη, κάμετε φρόνιμα, αφήστε τους χορούς και τα τραγούδια, παιδιά, δεν είναι απόκριες. Τι μέρα ξημερώνει αύριο; Κλείσε γλήγορα, Δημήτρη, να κοιμηθούν ο κόσμος, θα σηκωθούν τις δυο απ’ τα μεσάνυχτα να παν στην εκκλησιά. Και ο κύριος έχει μέρος να κοιμηθεί τάχα; ηρώτησε δείξας τον Αμερικάνον.
-         Έννοια σ’, μπαρμπα-Τριαντάφυλλε, είπεν ο Βαγγέλης· του είπε ο μπάρμπ’ Αναγνώστης ο καφετζής να πάει στον καφενέ του να πλαγιάσει. Μη σε μέλει ως τόσο για τον κύριο, προσέθηκε παίξας την ματιά εις τον κλήτορα· αν θέλει μέρος να κοιμηθεί, έχει και παραέχει.
-         Τι τρέχει; ηρώτησε μυστηριωδώς ο κλήτωρ.
-         Είναι από δω, ντόπιος, του είπεν εις το ούς ο Παχούμης.
-         Και πώς το ξέρεις;
-         Είχα δεν είχα, τον γνώρισα.
-         Και ποιος είναι;
-         Εκείνος που σας έλεγα πριν, ο Γιάννης τ’ μπαρμπα-Στάθη τ’ Μοθωνιού. Όταν ήρθες κι αποκαταστάθηκες εδώ τουλόγου σου, ήταν φευγάτος, και γι’ αυτό δεν τον θυμάσαι. Μα τον πατέρα του, το μπαρμπα-Στάθη, τον έφθασες, θαρρώ.
-         Τον έφτασα. Κάμε γλήγορα, Δημήτρη, επανέλαβε μεγαλοφώνως ο κλήτωρ, κι εξήλθεν.
   Οι δύο συναχθοφόροι του Βαγγέλη είχαν παύσει το άσμα και την όρχησιν, και ητοιμάζοντο ν’ απέλθωσιν. Αλλ’ αίφνης ο Βαγγέλης, ελθών πλησίον του Αμερικάνου, του λέγει ταπεινή τη φωνή:
-         Τι μ’ δίνεις, αφεντικό, να πάω να πάρω τα σ’ χαρίκια;

* * *

   Ο ξένος δεν έβαλε την χείρα εις την τσέπην. Αλλά μεταξύ του αντίχειρος, του λιχανού και του μέσου της δεξιάς ευρέθη κρατών μίαν αγγλικήν λίραν. Την έρριψε πάραυτα εις την παλάμην του Βαγγέλη με τόσην προθυμίαν και χαράν, ως να ήτο ο λαμβάνων και όχι ο δίδων.

* * *

   Όταν οι γείτονες της θεια-Κυρατσώς της Μιχάλαινας εξύπνησαν μετά τα μεσάνυχτα διά να υπάγουν εις την εκκλησίαν, της οποίας οι κώδωνες εκλάγγαζον θορυβωδώς, πόσον εξεπλάγησαν ιδόντες την οικίαν της πτωχής χήρας, εκεί όπου δεν εδέχοντο τα παιδία να τραγουδήσουν τα Χριστούγεννα αλλά τα απέπεμπον με τας φράσεις, «δεν έχουμε κανένα», και «τι θα τραγουδήστε από μας;», κατάφωτον, με όλα τα παραθυρόφυλλα ανοικτά, με τας υέλους αστραπτούσας, με την θύραν συχνά ανοιγοκλειομένην, με δύο φανάρια ανηρτημένα εις τον εξώστην, με ελαφρώς διερχομένας σκιάς, με χαρμοσύνους φωνάς και θορύβους. Τι τρέχει; Τι συμβαίνει; Δεν ήργησαν να πληροφορηθώσιν. Όσοι δεν το έμαθαν εις την γειτονιάν, το έμαθαν εις την εκκλησίαν. Και όσοι δεν υπήγαν εις την εκκλησίαν, το έμαθαν από τους επανελθόντας οίκαδε την αυγήν, μετά την απόλυσιν της θείας λειτουργίας.
   Ο ξενιτευμένος γαμβρός, ο από εικοσαετίας απών, ο από δεκαετίας μη επιστείλας, ο από δεκαετίας μη αφήσας που ίχνη, ο μη συναντήσας που πατριώτην, ο μη ομιλήσας από δεκαπενταετίας ελληνιστί, είχε γυρίσει πολλά μέρη εις τον Νέον Κόσμον, είχεν εργασθεί ως υπεργολάβος εις μεταλλεία και ως επιστάτης εις φυτείας, κι επανήλθε με χιλιάδας τινάς ταλλήρων εις τον τόπον της γεννήσεώς του, όπου επανεύρεν ηλικιωθείσαν, αλλ’ ακμαίαν ακόμη, την πιστήν του μνηστήν.
   Έν μόνον είχε μάθει, προ δεκαπέντε ετών, τον θάνατον των γονέων του. Περί της μνηστής του είχε σχεδόν την πεποίθησιν ότι θα είχεν υπανδρευθεί προ πολλού· εν τούτοις διετήρει αμυδράν τινα ελπίδα. Εκ δεισιδαίμονος φόβου, όσον επλησίαζεν εις την πατρίδα του, τόσον εδίσταζε να ερωτήσει απ’ ευθείας περί της μνηστής του, μη δίδων άλλως γνωριμίαν εις κανένα των πατριωτών του, όσους τυχόν συνήντησεν άμα φθάσας εις την Ελλάδα. Επροτίμα ν’ αγνοεί τι έγινεν η μνηστή του, μέχρι της τελευταίας στιγμής, καθ’ ην θ΄απεβιβάζετο εις τον τόπον της γεννήσεώς του και θα προσήρχετο εις ευλαβή επίσκεψιν εις το ερείπιον, όπου ήτο άλλοτε η πατρώα οικία του.

* * *

   Μετά τρεις ημέρας, τη Κυριακή μετά την Χριστού Γέννησιν, ετελούντο, εν πάση χαρά και σεμνότητι, οι γάμοι του Ιωάννου Ευσταθίου Μοθωνιού μετά της Μελαχροινής Μιχαήλ Κουμπουρτζή.
   Η θεια-Κυρατσώ, μετά τόσα έτη, εφόρεσεν, επ’ ολίγας στιγμάς, χρωματιστήν «πολίτικην» μανδήλαν, διά ν’ ασπασθεί τα στέφανα. Και την παραμονήν του Αγίου Βασιλείου εσπέρας, ισταμένη εις τον εξώστην, ηκούσθη φωνούσα προς τους διερχομένους ομίλους των παίδων:
-         Ελάτε, παιδιά, να τραγ’δήστε!



ΤΗΣ ΚΟΚΚΩΝΑΣ ΤΟ ΣΠΙΤΙ



                                                              (Αλ. Παπαδιαμάντη)
Δὲν ἦτον δρόμος πλέον περαστικὸς εἰς ὅλον τὸ χωρίον. Ἀδύνατον νὰ μὴν ἐπερνοῦσε κανεὶς ἀπ᾽ ἐκεῖ ὅστις θὰ ἀνέβαινεν εἰς τὴν ἐπάνω ἐνορίαν ἢ ὅστις θὰ κατέβαινεν εἰς τὴν κάτω. Λιθόστρωτον ἀνηφορικόν, ἀπὸ κάτω ἀπ᾽ τῆς Σταματρίζαινας τὸ σπίτι ἕως ἐπάνω εἰς τὸν ναὸν τῆς Παναγίας τῆς Σαλονικιᾶς. Χίλια βήματα, κάθε βῆμα καὶ ἆσθμα. Ἐφούσκωνεν, ἐκοντανάσαινε κανεὶς διὰ ν᾽ ἀναβῇ, ἐγλιστροῦσε διὰ νὰ καταβῇ.
Ἅμα ἐπάτει τις εἰς τὸ λιθόστρωτον, ἀφοῦ ἄφηνεν ὀπίσω του τὸ μαγαζὶ τοῦ Καψοσπύρου, τὸ σπίτι τοῦ Καφτάνη καὶ τὸ παλιόσπιτον τοῦ γερο-Παγούρη μὲ τὴν τοιχογυρισμένην αὐλήν, εὑρίσκετο ἀπέναντι εἰς τὸ σπίτι τοῦ Χατζῆ Παντελῆ, μὲ τὸν αὐλόγυρον σύρριζα εἰς τὸν βράχον. Κάτω ἔχασκε μέγας κρημνός, μονότονος, προκαλῶν σκοτοδίνην, σημειούμενος ἀπὸ ὀλίγους ἕρποντας θάμνους ἐδῶ κ᾽ ἐκεῖ, οἱ ὁποῖοι θὰ ἐφαίνοντο εἰς τὸ σκότος τῆς νυκτὸς ἐκείνης ὡς νὰ ἦσαν κακοποιοὶ ψηλαφῶντες καὶ ἀναρριχώμενοι ἢ καὶ σκαλικάντζαροι ἐλλοχεύοντες καὶ καραδοκοῦντες ὣς νὰ ἔλθῃ ἡ ὥρα νὰ εἰσβάλουν εἰς τὰς οἰκίας διὰ τῶν καπνοδόχων. Τὸ κῦμα ὑποκώφως ἐφλοίσβιζεν εἰς τὰ κράσπεδα τοῦ κρημνοῦ, καὶ ἀκούραστος βορρᾶς φυσῶν ἀπὸ προχθές, μαλακώσας τὴν ἑσπέραν ταύτην, ἐξήπλωνε τὲς ἀποθαλασσιές του ἕως τὸν μεσημβρινὸν τοῦτον μικρὸν λιμένα, ὁ παγκρατὴς χιονόμαλλος βασιλεὺς τοῦ χειμῶνος.
Ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος τοῦ δρόμου, ἀριστερὰ εἰς τὸν ἀνερχόμενον, δίπλα εἰς τὸ σπίτι τοῦ γερο-Παγούρη, καὶ ἀντικρύζουσα μὲ τὸ τοῦ Χατζῆ Παντελῆ, ὑψοῦτο ἀτελείωτος οἰκοδομή, μὲ τέσσαρας τοίχους ὀρθοὺς μέχρι τοῦ πατώματος, μὲ τὰς ξυλώσεις χασκούσας ἕως τῆς ὀροφῆς, μὲ τὴν στέγην καταρρέουσαν, μὲ φαιοὺς καὶ φθειρομένους τοὺς τοίχους, τὴν ὁποίαν ἡ ἐγκατάλειψις, ὁ ἄνεμος καὶ ἡ βροχὴ εἶχον καταστήσει ἐρείπιον καὶ χάλασμα. Τὰ παιδία, ὅσα κατήρχοντο τὴν μεσημβρίαν ἀπὸ τὸ ἓν σχολεῖον καὶ ὅσα ἀνήρχοντο τὴν ἑσπέραν ἀπὸ τὸ ἄλλο, διὰ νὰ ἀφήσωσι τὰ βιβλία εἰς τὴν οἰκίαν, κλέψωσι τεμάχιον ἄρτου ἀπὸ τὸ ἑρμάριον καὶ τρέξωσιν ἀκράτητα διὰ νὰ παίξωσιν εἰς τὸν αἰγιαλόν, τῆς ἔρριπτον ἀφθόνους πέτρας, διὰ νὰ τὴν ἐκδικηθῶσι τὴν ἡμέραν δι᾽ ὅσον τρόμον τοὺς ἐπροξένει τὴν νύκτα, ὅταν ἐτύχαινε νὰ περάσωσιν. Οἱ παπάδες, ὅταν ἐπέστρεφαν τὴν παραμονὴν τῶν Φώτων ἐν σώματι ἀπὸ τὴν οἰκίαν τοῦ δημάρχου, μὲ τοὺς σταυροὺς καὶ τὰς φωτιστήρας των, ἁγιάζοντες οἰκίας, δρόμους καὶ μαγαζειά, καὶ διώκοντες τοὺς σκαλικαντζάρους, ἐλησμόνουν νὰ ρίψωσι μικρὰν σταγόνα ἁγιασμοῦ καὶ εἰς τὴν ἄτυχην ἐγκαταλελειμμένην οἰκίαν, τὴν ὁποίαν δὲν εἶχε χαρῆ ὁ οἰκοκύρης ὅστις τὴν ἔκτισε, καὶ ἥτις δὲν εἶχεν ἀξιωθῆ ν᾽ ἀπολαύσῃ τὴν οἰκοκυράν της. Τοιαύτη οἰκία ἑπόμενον ἦτο νὰ γίνῃ κατοικητήριον τῶν φαντασμάτων, ἄσυλον ἴσως τῶν βρυκολάκων, καὶ ἴσως ὁρμητήριον καὶ τόπος συγκεντρώσεως τῶν τυράννων τῆς ὥρας ταύτης, τῶν σκαλικαντζάρων.
* * *
Δὲν εἶχεν ἀξιωθῆ ν᾽ ἀπολαύσῃ τὴν οἰκοκυράν της. Ὁ καπετὰν Γιαννάκος ὁ Συρμαής, ἀνὴρ αἰσθηματικὸς καὶ γενναῖος, «μερακλὴς» ὅσον κανεὶς ἄλλος ἐκ τῶν συγχρόνων του, εἶχεν ἐρωτευθῆ ποτε εἰς τὸ Σταυροδρόμι τὴν Κοκκώνα-Ἀννίκαν, ὡραίαν, ὑψηλήν, μὲ χρυσόξανθα μαλλιά, λευκὴν καὶ μὲ χαρακτῆρας λεπτοτάτους, μὲ βλέμμα τὸ ὁποῖον κάτι ἔλεγε στὴν καρδιά. Ὁ πλοίαρχος ἠρραβωνίσθη ἐν τῇ Βασιλευούσῃ, καὶ κατῆλθε μὲ τὸ καράβι εἰς τὴν πατρίδα, ὅπου παρήγγειλε νὰ τοῦ κτίσουν, μὲ σχέδιον κομψὸν καὶ ἀσύνηθες ἕως τότε εἰς τὴν πολίχνην, τὴν μικρὰν ὡραίαν οἰκίαν, σκοπεύων μὲ τὸ πρῶτον ταξίδιον νὰ φέρῃ ἔπιπλα ἀπὸ τὴν Βενετίαν, διὰ νὰ εὐτρεπίσῃ, νὰ στολίσῃ τὴν νεόκτιστον οἰκίαν καὶ τὴν κάμῃ ἀξίαν τῆς ἁβρᾶς Κοκκώνας, τὴν ὁποίαν ἐμελέτα νὰ φέρῃ ἀπὸ τὴν Πόλιν. Ἀλλ᾽ ἡ οἰκία δὲν ἔμελλε νὰ τελειώσῃ καὶ ἡ Κοκκώνα δὲν ἔμελλε νὰ κατέλθῃ. Ἡ Κοκκώνα, ὀκτὼ μῆνας μετὰ τὴν μνηστείαν, ἀπέθνησκε φθισικὴ εἰς τὸ Σταυροδρόμι, καὶ ἡ οἰκία ἔμεινεν ἀτελείωτη, ἔρημη καὶ ἄχαρη, ἀνὰ τὸν λιθόστρωτον ἀνηφορικὸν δρόμον, σιμὰ εἰς τὸν κρημνώδη βράχον. Ὡς ἀόρατος δὲ ἐπιγραφὴ ἐπὶ τοῦ μετώπου τῆς καταρρεούσης οἰκίας, ὡς ἀόριστος τραγικὴ εἰρωνεία ἐπὶ τῆς τύχης της, ἔμενε τὸ ὄνομα «τῆς Κοκκώνας τὸ Σπίτι».
Μνημούρια τοῦ Φερίκ-κιοϊ κι ὁλόρθα κυπαρίσσα…
Ἔχασα τὴν ἀγάπη μου καὶ λαχταρῶ περίσσα.
* * *
Τὴν ἑσπέραν ἐκείνην, παραμονὴν τῶν Χριστουγέννων τοῦ ἔτους 185… δύο παιδία κατήρχοντο μὲ ζωηρὰ βήματα τὸ λιθόστρωτον καὶ οἱ πόδες των, ἀσυνήθιστοι εἰς τὰ πέδιλα τὰ ὁποῖα εἶχον φορέσει ἴσως ἐκτάκτως τὴν ἑσπέραν ἐκείνην, ἔκαμνον μέγαν κρότον ἐπὶ τῶν πλακῶν τοῦ ἐδάφους. Ἀμφότεροι ἐκράτουν ἐλαφρὰς ράβδους. Ὁ εἷς ἐκράτει φανὸν μὲ τὴν ἄλλην χεῖρα. Ἦτο ἑβδόμη ὥρα. Νὺξ ἀστροφεγγὴς καὶ ψυχρά. Σφοδρὸς ἄνεμος κατήρχετο παγετώδης ἀπὸ τὰ χιονισμένα βουνά. Ὁ ἄνεμος ἔκαμνε τὰ σφικτοκλεισμένα παράθυρα καὶ τὰς κλειδομανδαλωμένας θύρας νὰ στενάζωσιν ὑπὸ τὴν ψυχρὰν πνοήν του. Τὰ παιδία ἐμάλωναν ὡς δύο γνήσιοι φίλοι.
―Ἐγὼ εἶδα π᾽ σὄδωκε ἕνα εἰκοσιπενταράκι, βρὲ Ἀγγελή, ἔλεγε τὸ ἕν.
―Ὄχι, μὰ τὸ θεριό, ἔλεγε τὸ ἄλλο· μιὰ πεντάρα μὄδωκε. Νά τηνε.
Καὶ ἐδείκνυε μεταξὺ τῶν δακτύλων του μίαν πεντάραν.
―Ὄχι, ἐπέμενε τὸ ἄλλο, τὸ ὁποῖον ἐκράτει τὸ φανάριον. Τὸ εἶδα ἐγὼ ποὺ ἦταν εἰκοσιπενταράκι· δὲ μὲ γελᾷς.
―Ὄχι, μὰ τὴν παναγίδα*, βρὲ Νάσο. Μιὰ πεντάρα, σοῦ λέω.
― Μ᾽ ἀφήνεις νὰ σὲ ψάξω;
― Θὰ σ᾽ πέσῃ τὸ φανάρι.
Διὰ μιᾶς ὁ Νάσος ἄφησε τὸ φανάρι καταγῆς καὶ ἡτοιμάζετο νὰ ψάξῃ τὸν Ἀγγελήν. Εἶχον λάβει τὸ μέτρον, ἐπειδὴ δὲν ἐνεπιστεύοντο ἀλλήλους (ἦσαν δεκαετεῖς τὴν ἡλικίαν), εὐθὺς ἅμα κατήρχοντο ἀπὸ ἑκάστην τῶν οἰκιῶν, ὅπου ἀνέβαινον κ᾽ ἐτραγουδοῦσαν τὰ Χριστούγεννα, νὰ κάμνωσιν εὐθὺς μερίδιον πεντάρα καὶ πεντάρα καὶ κανεὶς ἐκ τῶν δύο νὰ μὴν εἶναι κάσσα μέχρι τέλους τῆς ἐπιχειρήσεως. Ἀλλὰ τὴν τελευταίαν φορὰν ὁ Νάσος εἶχεν ὑποπτευθῆ τὸν Ἀγγελήν.
Ἐν τῇ θέρμῃ τῆς λογομαχίας των, εἶχον λησμονήσει ὅτι ἔφθασαν ἤδη εἰς τὸ στενὸν τοῦ λιθοστρώτου, τοῦ ἄγοντος εἰς τὴν ἐπάνω συνοικίαν, καὶ εὑρίσκοντο ὑποκάτω εἰς τὸ σπίτι τῆς Κοκκώνας, ὅπου ἔβγαιναν φαντάσματα. Ἐκεῖ εἶχον σταματήσει καὶ ὁ Νάσος ἤρχισε νὰ ψάχνῃ τὸν Ἀγγελήν.
Ὁ Ἀγγελής, ἐνόσῳ ὁ ἄλλος ἠρεύνα τὰ θυλάκια τῆς περισκελίδος του, ἵστατο ἀδιάφορος, ἀλλ᾽ ἅμα ἡ χεὶρ ἀνῆλθε καὶ ἤρχισε νὰ ψαύῃ τὸν κόλπον, ἔπιασεν ὁ ἴδιος τὸ γελέκον του ἀριστερὰ πρὸς τὴν μέσην, καὶ τὸ ἔσφιγγε μὲ ὅλην τὴν δύναμίν του, ἐμποδίζων τὴν χεῖρα τοῦ φίλου του νὰ φθάσῃ ἕως ἐκεῖ.
― Δὲν μ᾽ ἀφήνεις νὰ σὲ ψάξω!
― Ἄφησέ με! δὲν ἔχω τίποτε.
― Εἶσαι ψεύτης!
Ὁ Ἀγγελὴς ὕψωσε ἀπειλητικὴν χεῖρα.
― Εἶσαι ψεύτης καὶ κλέφτης!
Ἐλαφρὸς κόλαφος ἠκούσθη, καὶ συγχρόνως φωνὴ παραδόξου ὄντος μελανοῦ τὴν ὄψιν, μὲ μαλλιὰ ἀνατσουτσουρωμένα*, μὲ ἀλλόκοτα ράκη ὡς ἐνδυμασίαν, ἀντήχησε:
― Τί μαλώνετε, βρέ;
* * *
Τὰ δύο παιδία ἀφῆκαν συγχρόνως διπλῆν πεπνιγμένην κραυγὴν καὶ ἐδοκίμασαν νὰ τραπῶσιν εἰς φυγήν, ἀφήνοντα τὸ φανάριον καταγῆς. Ἀλλὰ τὸ παράδοξον ὂν μὲ τὸν πόδα ἀνέτρεψε τὸ φανάριον, τὸ ὁποῖον ἔσβησεν εὐθύς, καὶ μὲ τὰς δύο χεῖρας συνέλαβεν ἀπὸ τοὺς βραχίονας τὰ δύο τρέμοντα παιδία.
― Ποιὸς εἶναι κάσσα, βρέ;
Τὰ δύο παιδία ἤσπαιρον κ᾽ ἐδοκίμαζαν νὰ φύγουν.
― Μὴ φοβᾶστε, δὲ σᾶς τρώω. Δῶστε μου τοὺς παράδες σας, γιὰ νὰ μὴ μαλώσετε καὶ σκοτωθῆτε. Καλὰ ποὺ βρέθηκα ἐδῶ καὶ σᾶς γλύτωσα.
Ἔψαξε τὲς τσέπες τῶν δύο παιδίων, καὶ συγχρόνως τὰ ἔσυρε πρὸς τὴν θύραν τοῦ ἰσογείου τῆς κατηρειπωμένης οἰκίας ὁπόθεν εἶχεν ἐξέλθει, ὡς φαίνεται, τὸ παράδοξον ὄν. Ἐκεῖ ἔβαλε τὸν Νάσον ὑπὸ κράτησιν ὄπισθεν τῆς θύρας, ὠχύρωσε τὸ ἄνοιγμα μὲ τὸ ἴδιον σῶμά του καὶ ἔψαξεν ἐν ἀνέσει τὸν Ἀγγελήν. Εὗρε δεκαπέντε ἢ εἴκοσι πεντάρες καὶ δεκάρες εἰς τὰ θυλάκια. Εἶτα ἔψαξε τὸν Νάσον, εὗρεν ἄλλα τόσα καὶ εἰς αὐτοῦ τὸ θυλάκιον. Ἀκολούθως ἀπέπεμψε τὰ δύο παιδία.
― Πηγαίνετε τώρα, καὶ μὴ φοβᾶσθε. Ἄλλη φορὰ νὰ μὴ μαλώνετε.
* * *
Ὁ Γιάννης ὁ Παλούκας δὲν εἶχε πῶς νὰ μεθύσῃ καὶ πῶς νὰ ἑορτάσῃ τὰ Χριστούγεννα, ἐκείνην τὴν χρονιά. Ἦτο συνήθως ἄεργος, καὶ οἱ τεμπέλικες μικροδουλειές, τὰς ὁποίας ἐξετέλει κάποτε, πότε κουβαλῶν νερὸ μὲ τὴν στάμναν εἰς τὰς οἰκίας, πότε ὑπηρετῶν τοὺς κηπουρούς, τοὺς ἁλωνιστὰς καὶ τοὺς ἐργάτας τῶν ἐλαιοτριβείων, πότε βοηθῶν τοὺς γριπάρηδες εἰς τὴν ἀνέλκυσιν τοῦ μακροῦ ἀτελειώτου γρίπου ἐπὶ τῆς μεγάλης ἄμμου εἰς τὸν αἰγιαλόν, δὲν τὸν εἶχαν «σηκώσει» κατὰ τὸ ἔτος ἐκεῖνο. Τί νὰ κάμῃ; Πῶς νὰ περάσῃ, τέτοια χρονιάρα μέρα; Τί ἐσοφίσθη;
Τῆς Κοκκώνας τὸ σπίτι, τὸ ὁποῖον ἐφοβοῦντο τὰ παιδία τῆς πολίχνης, καὶ τὸ ὁποῖον δὲν ἁγίαζαν οἱ παπάδες ὅταν κατήρχοντο ἀπὸ τὴν ἄνω συνοικίαν μὲ τοὺς σταυρούς, ἦτο κατάλληλος σταθμὸς διὰ νὰ κρυβῇ κανεὶς καὶ νὰ περάσῃ ὡς σκαλικάντζαρος, ἐπειδὴ τὸ ἐκαλοῦσαν οἱ μέρες, ἀφοῦ μάλιστα χάριν τῶν ἡμερῶν αὐτῶν θὰ τὸ ἔκαμνε καὶ ὁ Παλούκας. Ἀπ᾽ ἐκεῖ θὰ ἐπερνοῦσαν ὅλα τὰ παιδία τῆς κάτω ἐνορίας, δηλαδὴ τὰ δύο τρίτα τῶν παιδιῶν τοῦ χωριοῦ, εἰς τὸ γύρισμά των ἀπὸ τὴν ἐπάνω ἐνορίαν, ὅτε θὰ εἶχαν ἱκανὰ κέρματα εἰς τὰ θυλάκιά των. Ὁ Παλούκας δὲν ἐσκέφθη περισσότερον.
Ἔλαβε παλαιὸν σιδηροῦν τηγάνιον, ἐμουντζουρώθη ὅλος εἰς τὸ πρόσωπον ― μετέθεσε, τὸ ἐπ᾽ αὐτῷ, δύο μῆνας πρωιμώτερα τὴν Ἀποκριάν ― ἐφόρεσε παλαιὰ ράκη τὰ ὁποῖα ἐπρομηθεύθη κάπου, καὶ ἀπελθών, ἅμα ἐνύκτωσεν, ἐξεκάρφωσεν ἀθορύβως τὰς παλαιὰς σανίδας, τὰς σχηματιζούσας χιαστὶ πρόχειρον φραγμὸν εἰς τὸ ἰσόγειον τῆς ἐρήμου οἰκίας τῆς Κοκκώνας, καὶ ἐχώθη μέσα. Μίαν ὥραν ὕστερον κατῆλθε διὰ τοῦ λιθοστρώτου, ἡ πρώτη συνωρὶς τῶν ᾀδόντων παιδίων, ὁ Νάσος καὶ ὁ Ἀγγελής. Εἴδομεν πῶς ἦλθαν βολικὰ τὰ πράγματα, καὶ πῶς ὁ Παλούκας κατώρθωσε μάλιστα νὰ περάσῃ ὡς εἰρηνευτὴς μεταξὺ τῶν παιδίων ποὺ ἐμάλωναν.
Ἀφοῦ ὁ Νάσος καὶ ὁ Ἀγγελὴς ἐτράπησαν εἰς φυγήν, αἰσθανόμενοι φεῦγον τὸ ἔδαφος ὑπὸ τοὺς πόδας των, κατῆλθον ἄλλα παιδία, εἶτα ἄλλα. Ὁ Παλούκας ἤκουε μακρόθεν τὸν κρότον τῶν βημάτων των, τὰς εὐθύμους φωνάς των, καὶ ἐψιθύριζε:
― Μᾶς ἔρχεται ἄλλη ζυγιά.
Ἡ τελευταία ζυγιὰ ἥτις κατῆλθε, συνίστατο ἀπὸ τὸν Στάμον καὶ ἀπὸ τὸν Ἀργύρην, δύο φρονίμους παῖδας. Οὗτοι δὲν ἐμάλωναν, ἀλλ᾽ ἐσχεδίαζαν μεγαλοφώνως τί νὰ τὰ κάμουν τὰ λεπτὰ ἐκεῖνα ποὺ θὰ ἐμάζωναν ἐκείνην τὴν βραδιάν.
― Νὰ φτιάσωμε κ᾽ ἕνα σκεπαρνάκι, βρέ.
― Νὰ κόψουμε μιὰ λεύκα.
― Νὰ πάρουμε φλαμούρι, νὰ κάμουμε καράβι.
― Νὰ βγάλουμε ἀπὸ τὸν πεῦκο τ᾽ Ἀλμπάνη τὴν καρίνα καὶ τὰ στραβόξυλα*.
―Ἐσὺ θὰ εἶσαι μαραγκός, κ᾽ ἐγὼ πρωτομάστορας.
― Βρέ! καλῶς τοὺς μαστόρους, ἠκούσθη ἔξαφνα μία φωνή.
Ὁ Παλούκας εἶχεν ἐξορμήσει, τρίτην ἢ τετάρτην φοράν, ἀπὸ τὴν κρύπτην του.
Ὁ Στάμος καὶ ὁ Ἀργύρης ἀφῆκαν πεπνιγμένην κραυγὴν καὶ ἠθέλησαν νὰ φύγουν. Ἀλλ᾽ ὁ Παλούκας ἐφήρμοσε τὴν μέθοδόν του, καὶ τοὺς ἐλήστευσε.
― Εἶναι ἄλλη ζυγιά; ἠρώτησεν εἶτα.
Τὰ παιδία τὸν ἐκοίταζαν μὲ ἀπλανῆ ὄμματα, ἀπολιθωμένα ἀπὸ τὸν φόβον. Ἀλλ᾽ ὁ Στάμος, ὅστις ἦτο δωδεκαετὴς καὶ ξυπνητός, ἐνόησεν ἐν τῷ μεταξὺ ὅτι δὲν ἦτο φάντασμα. Ὁ φόβος του ἐμετριάσθη, καὶ μετέδωκε θάρρος καὶ εἰς τὸν Ἀργύρην.
― Εἶναι κι ἄλλη ζυγιά; ἐπανέλαβεν ἀκαταλήπτως ὁ παράδοξος ἄνθρωπος.
― Τί ζυγιά; ἠδυνήθη ν᾽ ἀρθρώσῃ ὁ Στάμος.
― Εἶναι ἄλλα παιδιὰ νὰ κατεβοῦν, ἀπ᾽ τὸν ἀπάνω μαχαλά;
― Δὲ ξέρω, εἶπεν ὁ Στάμος.
Τὴν φορὰν ταύτην, ὁ Παλούκας εἶχεν ὀλιγωρήσει νὰ σβήσῃ τὸν φανόν, διότι ἐκ τῆς μέχρι τοῦδε πείρας του ἐπείσθη ὅτι δὲν θὰ τὸν ἀνεγνώριζαν τὰ παιδία. Ἀλλ᾽ ὁ Στάμος τὸν ἐκοίταξε τόσον καλά, ὥστε «ἐγύριζε μὲς στὸ νοῦ του» ὅτι κάποιος ἦτον καὶ δὲν ἀπεῖχε πολὺ τοῦ νὰ τὸν ἀναγνωρίσῃ.
― Πέστε μου, βρέ, ἂν εἶναι κι ἄλλη ζυγιά, ἐπέμεινεν ὁ Παλούκας.
― Δὲ ξέρουμε, ἐπανέλαβεν ὁ Στάμος.
Τέλος ὁ Παλούκας ἀφῆκε τὰ παιδία ἐλεύθερα.
* * *
Παρῆλθον δέκα λεπτὰ τῆς ὥρας, καὶ γενναῖον πετροβόλημα ἤρχισε νὰ δέρνῃ τὴν στέγην, τὰς ξυλώσεις, καὶ τὰς δοκοὺς τοῦ ἀφατνώτου πατώματος τῆς ἐρήμου οἰκίας. Πολλοὶ λίθοι, μὲ ὑπόκωφον δοῦπον, διερχόμενοι διὰ τῶν δοκῶν, καὶ ἄλλοι διὰ τῆς θύρας ἔπιπτον εἰς τὸ ἔδαφος τοῦ ἰσογείου.
Στράτευμα παιδίων εἶχεν ἐξορμήσει ἀπὸ τὸ προαύλιον τοῦ ναοῦ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, τριακόσια ἢ τετρακόσια βήματα ἀπέχοντος, καὶ ἐξετέλει φοβερὰν ἔφοδον κατὰ τοῦ ἀσύλου τοῦ Σκαλικαντζάρου.
Τὰ πρῶτα ληστευθέντα παιδία, ὁ Νάσος καὶ ὁ Ἀγγελής, ἀφοῦ ἔφθασαν ἀσθμαίνοντα εἰς τὴν μικρὰν πλατεῖαν τὴν ἔμπροσθεν τοῦ ναοῦ, μὴ ἔχοντα πλέον διὰ τί πρᾶγμα νὰ μαλώσωσιν, ἔκαμαν ἀγάπην. Μετὰ φιλικωτάτην δὲ συζήτησιν ἐκ συμφώνου, ἀπεφάνθησαν ὅτι τὸ παράδοξον ὄν, τὸ ὁποῖον τοὺς ἐπῆρε τὰ λεπτά, ἀφοῦ δὲν τοὺς ἐπῆρε οὔτε τὴν φωνὴν οὔτε τὸν νοῦν των, θὰ εἰπῇ ὅτι δὲν ἦτον φάντασμα, οὔτε βρυκόλακας, καὶ ἀφοῦ δὲν ἐδοκίμασε νὰ τοὺς φάγῃ, θὰ εἰπῇ ὅτι δὲν ἦτον οὔτε σκαλικάντζαρος. Τί ἄλλο θὰ ἦτον λοιπόν; Θὰ ἦτον ἄνθρωπος, χωρὶς ἄλλο.
Ἡ δευτέρα ζυγιὰ τῶν παιδίων ἔφθασε μετ᾽ οὐ πολύ, εἶτα ἡ τρίτη καὶ ἡ τετάρτη. Ὅλα τὰ ὁμοιοπαθῆ παιδία δὲν ἤργησαν νὰ συνεννοηθῶσιν ὁμοῦ. Τέλος ὁ Στάμος, ὅστις ἦλθε τελευταῖος μετὰ τοῦ Ἀργύρη, ἐπρότεινε καὶ ὅλοι ἐψήφισαν νὰ ἐκτελέσωσι τακτικὴν νυκτερινὴν ἔφοδον κατὰ τῆς οἰκίας.
Ὁ Παλούκας, τὴν στιγμὴν ἐκείνην, ἐδίσταζε, καὶ εἶχεν ἀποφασίσει πλέον ν᾽ ἀποσυρθῇ ἀφοῦ εἶχε κάμει ἀρκετὴν λείαν, ὅση θὰ ἤρκει διὰ νὰ μεθύσῃ τὴν ἡμέραν τῶν Χριστουγέννων, ὡς καὶ τὴν ἡμέραν τῶν Ἐπιλοχίων, καὶ τὴν τοῦ ἁγίου Στεφάνου ἀκόμη. Ἐνῷ δὲ ἦτο ἕτοιμος νὰ φύγῃ καὶ πάλιν ἔμενεν, ἐπῆλθεν ἡ πρώτη πυκνὴ χάλαζα τῶν λίθων.
― Νά μιὰ ζυγιά! ἐφώναξε φιλέκδικος ὁ Στάμος.
― Νά μιὰ ζυγιά! ἐπανέλαβον ἐν χορῷ τὰ παιδία.
Πέντε δευτερόλεπτα πρότερον ἂν ἀπεφάσιζεν ὁ Παλούκας νὰ φύγῃ, θὰ ἦτο ἤδη ἐκτὸς βολῆς. Δυστυχῶς ἦτο ἀργὰ τώρα.
Ἀπεφάσισε ν᾽ ἁρπάξῃ μίαν σανίδα καὶ μεταχειριζόμενος αὐτὴν ὡς σπάθην ἅμα καὶ ὡς ἀσπίδα νὰ ἐκτελέσῃ ἔξοδον διασχίζων τὰς τάξεις τοῦ ἐχθροῦ. Ἀλλὰ δευτέρα ραγδαιοτέρα χάλαζα λίθων τὸν ἔκαμε νὰ ὀπισθοδρομήσῃ μὲ δύο πληγὰς εἰς τὴν κνήμην καὶ εἰς τὸν βραχίονα.
― Νά κι ἄλλη ζυγιά! ἐφώναξεν ἀδιάλλακτος ὁ Στάμος.
― Νά κι ἄλλη ζυγιά! ἠλάλαξαν τὰ παιδία.
Ὁ Παλούκας ἐκόλλησεν εἰς τὴν ἐσωτέραν γωνίαν τοῦ ἰσογείου, στηρίξας τὰ νῶτα εἰς τὸν τοῖχον, ζαρωμένος ὑπό τινα δοκὸν τοῦ πατώματος, σύρριζα εἰς τὸν τοῖχον βαλμένην. Ἀλλὰ κ᾽ ἐκεῖ, μέγας λίθος, κτυπήσας ἐπὶ τοῦ τοίχου, ἐλόξευσε καὶ τὸν ἔπληξε μετὰ μετρίας βίας εἰς τὸν ὦμον.
― Βρέ! ἀπὸ σπόντα, ἐμορμύρισε γελῶν ἀκουσίως ὁ Παλούκας.
Εὐτυχῶς δι᾽ αὐτόν, οἱ ἐχθροὶ δὲν ἀπεφάσισαν νὰ ἔλθωσιν ἕως τὴν θύραν τοῦ ἰσογείου. Λείψανον φόβου ὑπῆρχεν ἀκόμη, φαίνεται, εἰς τὸ βάθος τοῦ παιδικοῦ θράσους.
Τέλος, ἐπειδὴ ἡ μάχη παρετείνετο, ὁ Παλούκας, μετὰ φρόνιμον σκέψιν, ἀπεφάσισε ν᾽ ἀναρριχηθῇ εἰς τὸν τοῖχον (ἐγνώριζε ποῦ ὑπῆρχαν ὀπαὶ ἀπὸ τὰ ἰκρία καὶ τὲς ξυλωσιὲς τῆς οἰκοδομῆς) πατῶν ἀπὸ ὀπὴν εἰς ὀπήν. Τὸ ἔκαμε ταχέως καὶ ἐπιτυχῶς, καὶ ἀφοῦ ἔφθασεν εἰς τὸ πάτωμα, ἀόρατος εἰς τὸν ἐχθρὸν ὄπισθεν λειψάνου ξυλοτοίχου, ἀποφασιστικῶς ἐπήδησεν ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος, ἐντὸς τοῦ ἐδάφους τῆς αὐλῆς τοῦ γερο-Παγούρη.
Ἦτον ὣς δύο μπόγια ὑψηλά, ὄχι περισσότερον. Διότι τὸ ἔδαφος ἦτο ὑψηλότερον κατὰ τρεῖς ἢ τέσσαρας σπιθαμὰς ἔσωθεν τοῦ αὐλογύρου.
Ὁ Παλούκας ἔπεσε βαρύς, ἐκτύπησεν εἰς τὸ γόνυ, ἀνετράπη, ἀνωρθώθη, ἔψαυσε τὰ μέλη του, καὶ βεβαιωθεὶς ὅτι δὲν τοῦ εἶχε σπάσει κανὲν κόκκαλον, ἐτράπη εἰς φυγήν, τρέχων πρὸς τὸ ἄλλο μέρος τοῦ αὐλογύρου, ὅπου ἤξευρεν ὅτι ὁ περίβολος ἐκλείετο ἀπὸ ἁπλοῦν φράκτην, συγκοινωνῶν πρὸς τὴν αὐλὴν συγγενικῆς οἰκίας.
Ὁ δοῦπος τῆς πτώσεώς του ἠκούσθη ἐκεῖθεν τοῦ τοίχου τῆς αὐλῆς.
Ὁ Στάμος ἐφώναξε «ἐμπρός!» καὶ δοκιμάσας τὸ μάνδαλον τῆς θύρας τοῦ αὐλογύρου, εἶδεν ὅτι ἡ θύρα ἦτο ἀνοικτή. Εἰσώρμησε πρῶτος καὶ τὰ ἄλλα παιδία τὸν ἠκολούθησαν.
Ἡ φυγὴ τοῦ Παλούκα συνωδεύθη, ἐκτὸς τοῦ δούπου τῆς πτώσεώς του, καὶ ἀπὸ ἄλλον κρότον, κρότον μεταλλικόν. Λεπτὰ τοῦ εἶχαν πέσει ἀπὸ τὴν τσέπην.
Ὁ Παλούκας δὲν ἐγύρισεν ὀπίσω νὰ τὰ μαζέψῃ.
Ὁ Ἀγγελής, ἓν τῶν παιδίων, ἤκουσε ζωηρότατα τὸν μεταλλικὸν κρότον, ἀγροίκησε πολὺ καλὰ τὸ μέρος εἰς τὸ ὁποῖον εἶχον πέσει τὰ κέρματα, καὶ κύψας καὶ ψηλαφῶν ἤρχισε νὰ τὰ μαζώνῃ μὲ τὴν φούχταν, ἐνῷ τὰ ἄλλα παιδία ἔτρεχαν κατόπιν τοῦ φεύγοντος Παλούκα, ρίπτοντα λίθους καὶ κράζοντα:
― Νά, κι ἄλλη ζυγιά! Νά, κι ἄλλη ζυγιά!
* * *
Κρότος παραθύρου ἀνοιγομένου ἠκούσθη ἤδη εἰς τὸν οἰκίσκον τοῦ γερο-Παγούρη, ὅστις ἀκούσας τὴν ἀκατανόητον ἔφοδον, τὴν γενομένην τὴν νύκτα ἐκείνην εἰς τὸν αὐλόγυρόν του, ἤνοιγε τὸ παράθυρον καὶ ἠρώτα ἔκπληκτος:
― Τί εἶναι; Τί τρέχει;… Ποιὸς εἶναι;… Ποιοὶ εἶστε;… Ἔ! δὲν ἀκοῦτε!
Ἐνῷ ὁ Ἀγγελὴς εἶχε μαζέψει ἤδη ὅλα τὰ λεπτὰ ὅσα ηὗρε, καὶ ἔφευγεν ὀπίσω διὰ τῆς μεσημβρινῆς θύρας, καὶ τὰ ἄλλα παιδία πέραν τοῦ βορεινοῦ φράκτου, κατεδίωκον εἰς τὸν βρόντο τὸν Παλούκαν, ὅστις εἶχε γίνει ἄφαντος ἤδη, ἐπαναλαμβάνοντα:
― Νά, κι ἄλλη ζυγιά! Νά, κι ἄλλη ζυγιά!




ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ (ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ)


Από πολύ πρωί, σχεδόν προτού να βγει ο ήλιος, είχαν πάρει σβάρνα όλη τη γειτονιά, και είχαν πει τα κάλαντα σ’ όλα τα γύρω σπίτια. Δεν είχαν αφήσει πόρτα, μάντρα, μαγαζί, να μη χτυπήσουν…
— Ναν τα πούμε; Ναν τα πούμε;… Ώς το μεσημέρι, η βόλτα τους ήταν τελειωμένη. Και μην έχοντας πού αλλού να πάνε, πήγαιναν ξανά στα ίδια σπίτια.
Ήταν ο Μήτσος, ο Τάσος κι ο Λεύτερης –αυτοί που τραγουδούσαν— κι ο Γιώργος με το τρίγωνο, κι ο Κώτσος που βαρούσε τη φυσαρμόνικα.
Κι η δουλειά είχε πάει φίνα. Οι τσέπες τους ήταν βαριές από δεκάρες κι από φράγκα.
Είχαν τόσους γνωστούς, παντού! Όλες οι γυναίκες τούς ήξεραν, όλος ο κόσμος, σχεδόν, τους αγαπούσε: Δεν ήταν σπίτι, που να μην είχαν κάνει, κάποτε, θελήματα —μαγαζί, που να μην είχαν, κάποτε, δουλέψει…
Ώς κι ο μπαρμπα-Στάθης, ο μπακάλης, ο γκρινιάρης, που του ’χαν σπάσει κάποτε τα τζάμια, έβγαλε και τους έδωσ’ ένα δίφραγκο…
Κατά τις δυο τ’ απόγεμα, αφού τσίμπησαν λίγο φαΐ, στο πόδι, αποφάσισαν να ξανοιχτούν και σ’ άλλες γειτονιές.
Ο Κώτσος, που ήταν γενικός ταμίας τους, είχε τη σοφή ιδέα, για να μη βαραίν’ η τσέπη του, να μαζέψει όλη τη γαζέτα, και να την πάει σ’ έναν καπνοπώλη, να την κάνει, ολόκληρη, χαρτί…
Δεν τραγουδούσαν και πολύ καλά —αλλά, σ’ αυτές τις περιστάσεις, η πρόθεση είναι το παν! Κι εκείνοι που τους άκουγαν, δεν είχαν, βέβαια, απαίτηση ν’ ακούσουν και Καρούζο! Έφτανε που τα ’λεγαν, απλώς, «για το καλό»…
Και το βράδυ τούς βρήκε μακριά, στην άλλη άκρη της Αθήνας.
Βραχνιασμένοι, κατακουρασμένοι, έκατσαν σ’ ένα ζαχαροπλαστείο να ξεκουραστούν. Η εσοδεία ήταν τόσο άφθονη, ώστε σκέφτηκαν πως είχαν το δικαίωμα κι αυτοί να το ρίξουν λίγο όξω, μια κι η περίσταση το είχε φέρει έτσι. Απ’ τους κουραμπιέδες προχώρησαν στους μπακλαβάδες και τα γαλατομπούρεκα —ώσπου δε μπορούσαν να χωρέσουν άλλο…
Κι επειδή ένα έξοδο φέρνει αμέσως τ’ άλλο, αποφάσισαν να πάνε και στον κινηματογράφο.
Μπήκαν μέσα, με το τρίγωνο και με τη φυσαρμόνικα, χωρίς να ξέρουν τι ταινία έπαιζε, και κάθισαν μπροστά, στις πρώτες θέσεις, που ήταν αδειανές.
Η ταινία παράσταινε κυνηγητά, απαγωγές, ληστείες. Ένα μικρό παιδί ήταν ο ήρως. Αυτός γινόταν ο ανέλπιστος σωτήρας, κι έκανε θαύματα πραγματικά παλικαριάς…
Η σάλα ήταν γιομάτη κόσμο: Φαντάροι, ναύτες και πολίτες, στριμωγμένοι όλοι, φύρδην μίγδην, παρακολουθούσαν την ταινία, και χειροκροτούσαν κάθε φορά που ο μικρός νικούσε ή κατάφερνε κανένα νέο κόλπο, εις βάρος των οχτώ αγριανθρώπων που είχαν κλέψει με  τη βία μια κοπέλα, για να μάθουν κάποιο μυστικό…
Όταν τελείωσε ο κινηματογράφος —επειδή ήταν νωρίς ακόμα— έμειναν και στη δεύτερη παράσταση.
Ήθελαν να ξαναδούνε την ταινία, που τους είχε δώσει τόσες συγκινήσεις. Και την ξαναείδαν πάλι, ξαναπερνώντας απ’ τις ίδιες περιπέτειες, και ξαναδοκιμάζοντας τις ίδιες συγκινήσεις —ώσπου ξανατελείωσε, υπό τα γενικά χειροκροτήματα, και το πανί τούς είπε «Καληνύχτα»…
Η ώρα ήταν δώδεκα και τέταρτο.
Τότε αποφάσισαν να γυρίσουν σπίτια τους. Κι επειδή, σ’ αυτό το μεταξύ, είχαν ξαναπεινάσει, κάθισαν πάλι, σ’ ένα μαγαζί, κι έφαγαν πέντε πιάτα λουκουμάδες.
Και ξεκινήσαν για τη γειτονιά τους, χοροπηδώντας και κάνοντας αστεία, βαρώντας καρπαζιές ο ένας τον άλλο, με φωνές και με κυνηγητά…
Κι ενώ προχωρούσαν έτσι, αφού είχαν στρίψει ένα σωρό γωνιές, ξαφνικά ανακάλυψαν πως είχαν χάσει το δρόμο…
Γύρω τους, τώρα, δεν υπήρχαν σπίτια αλλά ένας κάμπος, βαθύς και σκοτεινός, που ποτέ τους δεν τον είχαν ξαναδεί…
Σταμάτησαν τις τρέλες τους με μιας, και κοιταχτήκανε κι οι πέντε μ’ απορία…
Δεν περπατούσαν πια σε δρόμο, αλλά περνούσαν μέσ’ από χωράφια, και τα πόδια τους βούλιαζαν μέσ’ στο χώμα, που φαινόταν σαν υγρό απ’ τις βροχές.
Δεν υπήρχε γύρω τους τίποτε, παρά, πού και πού, ο ίσκιος ενός δέντρου. Τ’ άστρα έλαμπαν ψηλά, στον ουρανό, κι η αστροφεγγιά τους ήταν τόσο δυνατή, που προχωρούσαν μέσ’ στα σκοτεινά, χωρίς να ξέρουν κατά πού βαδίζουν, αλλά και δίχως να παραπατάνε…
Και στα χέρια τους δεν κρατούσαν πια, ούτε το τρίγωνο, ούτε τη φυσαρμόνικα. Αντί όμως, να βάλουν τις φωνές και να γυρίσουν, να ψάξουνε στο δρόμο —αυτό το πράμα, το πολύ παράξενο, τους φαινόταν τόσο φυσικό, που δε σκέφτηκε κανένας να μιλήσει…
Περπατούσαν σιωπηλοί κι εκστατικοί, με τα μάτια καρφωμένα στον ορίζοντα, μ’ εμπιστοσύνη, δίχως να φοβούνται… Μόνο που τώρα, δίχως να το θέλουν και δίχως να σκεφτούν γιατί το κάνουν, ήταν κι οι πέντε τους πιασμένοι απ’ τα χέρια.
Η ησυχία ήταν τόσο απόλυτη, ώστε οι καρδιές τους, που χτυπούσαν, ακουγόντουσαν μ’ έναν ήχο ρυθμικό και κρυσταλλένιο. Κι ενώ προχωρούσαν, το σκότος άρχισε να γίνεται λιγότερο. Θα ’λεγε κανένας, πως άρχιζε να ξημερώνει. Και τότε είδαν πως, το φως αυτό, ήταν το φως ενός μεγάλου άστρου, ενός μεγάλου άστρου δυνατού, που ξεχώριζε ανάμεσ’ από τ’ άλλα, σ’ ένταση, σε γλύκα και σε πάθος, όπως ξεχωρίζει το βιολί μέσ’ στους άλλους ήχους της Ορχήστρας!
Και προχωρούσαν προς το φως, αυτό, μαγεμένοι και σαν υπνωτισμένοι, δίχως να νοιάζονται καθόλου πού πηγαίνουν, με την καρδιά πλημμυρισμένη ευτυχία, σαν να ’χαν πιει, χωρίς να καταλάβουν, κάποιο γλυκό κι αλλόκοτο κρασί…
Αυτό το πράμα βάσταξε, δεν ξέρω πόση ώρα.
Κι έπειτα είδαν κάποια λάμψη που τρεμόσβηνε, σ’ ένα μικρό σπιτάκι, μακριά.
Ήθελαν, δεν ήθελαν, τα πόδια τους τούς έφερναν εκεί.
Κι ενώ πλησίαζαν, ο πρώτος ήχος που ’φτασε στ’ αυτιά τους, ήταν σαν ένα πράο μουγκρητό, σαν ένα βέλασμα προβάτων μακρινό, κι η μαλακή φωνή μιας αγελάδας…
Τότε κατάλαβαν πως η μικρή εκείνη μάντρα, ήταν μια φτωχική μικρούλα στάνη —και στο βάθος της μικρής εκείνης στάνης μια μικρούλα ξύλινη καλύβα.
Και καθώς προχώρησαν να μπούνε μέσ’ στη μάντρα, γιατί μια δύναμη παράξενη τούς έσπρωχνε, είδαν κόσμο συναγμένο μέσα. Κι όλος αυτός ο κόσμος ήταν πολύ αλλιώτικα ντυμένος. Ήταν ζωσμένο το κορμί του με προβιές, κι είχε τους ώμους και τα πόδια του γυμνά.
Τότε θέλησαν να προχωρήσουν παραμέσα. Γλίστρησαν μέσ’ απ’ τους αμίλητους ανθρώπους, που στεκόσανε τριγύρω σαν αγάλματα, κι οι περισσότεροι ήταν γονατισμένοι –κι έφτασαν ώς την πόρτα της καλύβας,
Στην αρχή δε μπόρεσαν να διακρίνουν τίποτε. Τόσο πολύ τούς θάμπωσε το δυνατό το φως, που ’βγαινε απ’ τα βάθη της καλύβας. ‘Έπειτα, όμως, σιγά σιγά συνήθισαν, κι άρχισαν να βλέπουν καθαρά.
Η καλύβα ήταν φωτισμένη, ήταν πλημμυρισμένη από φως, χωρίς να φαίνεται ολότελα, στο μάτι, από πού ερχόταν τόση λάμψη! Κοίταζαν με μάτια θαμπωμένα, και δε μπορούσαν να τ’ ανακαλύψουν…
Είδαν τότε, στη μέση της καλύβας, καθισμένη χάμω μια γυναίκα, το πρόσωπό της δε φαινότανε διόλου. Στην αγκαλιά της είχ’ ένα μωρό.
Ήταν καθισμένη χάμω, σ’ ένα παχύ, χοντρό δεμάτι άχερα, κι ήταν προσηλωμένη στο μωρό της. Δε σήκωνε τα μάτια από πάνω του.
Δίπλα της στεκόταν ένας άντρας, που, κι αυτός, ήταν ντυμένος σαν τους άλλους, με μια προβιά στη μέση, και ξυπόλυτος.
Κι οι δυο κοιτούσαν με λαχτάρα το μωρό.
Τότε η γυναίκα σήκωσε τα μάτια, και μια στιγμή τα κάρφωσε στο πλήθος. Φαινόταν νέα και πολύ ωραία, με μάτια τρυφερά και πονεμένα —μάτια τόσο γιομάτα καλοσύνη, που τα παιδιά κατάλαβαν αμέσως, πως έπρεπε κι αυτά να γονατίσουν…
Έγειραν και τα πέντε στη σειρά, κι η καρδιά τους χτυπούσε δυνατά. Ένιωθαν τώρα μια παράξενη λατρεία, μια καινούργια κι ανεξήγητη λατρεία, δίχως να μπορούν να πούνε λέξη, σα να τους είχαν πάρει τη μιλιά!
Δεν ακουγόταν τίποτ’ άλλο, στην καλύβα, παρά το βέλασμα των ήμερων προβάτων, που πλάγιαζαν τριγύρω στη γυναίκα, κι είχαν ακουμπισμένα τα κεφάλια τους, στα γόνατά της και στη μαύρη της ποδιά.
Κι ήταν, παντού, σα μια πανώρια μουσική, σα μιαν αόρατη, μεγάλη αρμονία, λες κι όλα τραγουδούσαν, δίχως ήχους, ένα βαθύ κι αιώνιο σκοπό.
Και τα παιδιά έγειραν το κεφάλι κι ακούμπησαν το μέτωπο στο χώμα.
Κι ενώ ήταν σκυμμένα έτσι, χάμω, και τα χείλη τους φιλούσανε το χώμα, άκουσαν, άξαφνα, σαν ποδοβολητά αλόγων.
Σήκωσαν τότε τα κεφάλια τους και κοίταξαν. Και είδαν, πίσω τους, στην είσοδο της μάντρας, να ξεπεζεύουν τρεις ωραίοι άντρες, ακόμα πιο παράξενα ντυμένοι.
Φορούσαν ρούχα βελουδένια, κι είχαν απάνω, κεντημένα με χρυσάφι, τ’ άστρα, και στη μέση το φεγγάρι. Στ’ αυτιά τους ήταν περασμένα σκουλαρίκια, και κουβαλούσανε πολύτιμα κουτιά, σκαλισμένα, γύρω γύρω, με ζεντέφια.
Μόλις ξεπέζεψαν, προχώρησαν κι οι τρεις, κι έφτασαν ώς την πόρτα της καλύβας. Έπεσαν τότε χάμω, και προσκύνησαν. Κι αφού φιλήσανε το χώμα και προσκύνησαν, σηκώθηκαν και στάθηκαν στη μέση. Κι άνοιξαν τα πολύτιμα κουτιά.
Κι όλος ο τόπος γιόμισε αρώματα μεθυστικά κι αλλόκοτα λιβάνια, που σκέπασαν τη μυρουδιά του στάβλου, και την αποφορά της κοπριάς —κι έκαμαν τη φτωχή μικρή καλύβα, να μοσχοβο­λάει σα ναός…
Κι έβγαλαν μέσ’ απ’ τα κουτιά φανταχτερά στολίδια —ρουμπίνια και τοπάζια κι αμεθύστους, και περιδέραια όλα μαργαριτάρια– και τ’ ακουμπήσαν στης γυναίκας την ποδιά…
Και τα παιδιά σηκώσανε τα μάτια τους, και ξανακοίταξαν μπροστά τους, θαμπωμένα…


* * *

Και καθώς άνοιξαν τα μάτια να κοιτάξουν, βρέθηκε, το καθένα, μέσ’ στα ρούχα του, στο φτωχικό συνηθισμένο του κρεβάτι…
Τότε, το καθένα χωριστά, είπε, μέσ’ στα βάθη της ψυχής του, πως όλ’ αυτά, τα είχε δει μέσ’ στ’ όνειρό του… Και γι’ αυτό, το βράδυ που ξανάσμιξαν, δεν έκαμαν ολότελα κουβέντα.
Επειδή, βλέπεις, τα παιδιά, δεν είναι σαν και μας, τους πιο μεγάλους, που φλυαρούμε διαρκώς το καθετί, και ξαναλέμε ό,τι είδαμε στον ύπνο μας. Εκείνα δεν το συζητούν ποτέ, ούτε το σχολιάζουν μεταξύ τους.
Κι εξ άλλου, το ξεχνούν την ίδια μέρα…



                                                 ΦΡΙΚΑΝΤΕΛΑ
Η μάγισσα που μισούσε τα κάλαντα
Του Ευγένιου Τριβιζά






ΣΚΗΝΗ Α’

Αφηγητής 1: Ήτανε κάποτε μια μάγισσα που τη λέγανε Φρικαντέλα Ζαρζουέλα Σαλμονέλα Στρυφνίνη.

Αφηγητής2: Η Φρικαντέλα ήταν κακιά. Πολύ κακιά. Πάρα πολύ κακιά.

Αφηγητής 3: Τόσο κακιά που μισούσε αφάνταστα όλα τα καλά.

Αφηγητής4: Ακόμα και τις λέξεις που είχανε τις συλλαβές «καλά» κι αυτές τις μισούσε.

Αφηγητής 1: Για να σας δώσω να καταλάβετε, η μάγισσα Φρικαντέλα δεν έτρωγε ποτέ καλαμαράκια. Έτρωγε μόνο… κακαμαράκια.

Αφηγητής 2: … και στο σπίτι της δε είχε ούτε καλάθια ούτε μπουκαλάκια. Είχε μόνο κακάθια και μπουκακάκια…

Αφηγητής 3: … και δεν πήγαινε ποτέ για εκδρομή στην Καλαβασό. Πήγαινε κάθε χρόνο στην Κακαβασό…

Αφηγητής 4: … και δεν χόρευε ποτέ καλαματιανό. Χόρευε μόνο κακαματιανό…

Αφηγητής 1: … και δεν έπινε ποτέ την πορτοκαλάδα της με καλαμάκι. Έπινε πάντα την πορτοκακάδα της με κακαμάκι…

Αφηγητής 2: … και, βέβαια, δεν της αρέσανε καθόλου τα παραμύθια με καλό τέλος. Της αρέσανε μόνο τα παραμύθια με κακό τέλος.

Αφηγητής 3: Δηλαδή, έκοβε τη σελίδα που έλεγε «και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα» και στη θέση της έβαζε μια σελίδα που έλεγε «και ζήσανε αυτοί κακά κι εμείς χειρότερα».

Αφηγητής 4: Αλλά πιο πολύ απ’ όλα η μάγισσα Φρικαντέλα μισούσε τα κάλαντα. Μάλιστα! Δεν ήθελε να ακούει καθόλου κάλαντα. Ήθελε να ακούει μόνο κάκαντα.

Αφηγητής 1: Μια μέρα, παραμονή Πρωτοχρονιάς, η Φρικαντέλα ζύμωνε κουλουράκια με μαγική μαγιά που όποιος τα έτρωγε μεταμορφωνόταν σε σαπουνόφουσκα. Ξαφνικά άκουσε χαρούμενες φωνές.

Αφηγητής 2: Ήταν τα παιδιά της γειτονιάς που χτυπούσαν τα τριγωνάκια τους και τραγουδούσαν τα κάλαντα.

ΜάγισσαΜε τα δυο χεράκια πλάθω κουλουράκια κουλουράκια κουλουράκια …

 

Ψιψινέλα: Ο φούρνος θα τα ψήσει και το σπίτι θα βρωμίσει κουλουράκια κουλουράκια …νιάου

ΜΟΥΣΙΚΗ:- 2-: ΚΑΛΑΝΤΑ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ


Παιδιά: «Αρχιμηνιά κι Αρχιχρονιά
              Ψιλή μου δεντρολιβανιά…»

Ψιψινέλα: Νιάου τι τα έπιασε πάλι;
                     Η φωνή τους μου φέρνει ζάλη
                    Μου’ ρχεται να γουργουρίζω
                     Κι απ’το στόμα να αφρίζω.

Μάγισσα: Σταματήστε! Σταματήστε αμέσως  σκουπιδοσκουπιδένια σκουπιδόπαιδα! Αν δε  σταματήσετε να λέτε τα κάλαντα, θα το μετανιώσετε πικρά! Τι να κάνω άραγε ψιψινέλα για να τα σταματήσω;

Ψιψινέλα: Νιαρ ,νιαρ  Κάνε τους βατραχάκια κυρά μου να τους πάρεις τη φωνή και να την κάνεις βατραχένια.


(Τα παιδιά όμως δεν της έδωσαν καθόλου σημασία και συνέχισαν να τραγουδάνε.
Η μάγισσα ήταν τώρα έξω φρενών. )


Μάγισσα:   Έχεις δίκιο ψιψινέλα! Αυτό θα κάνω! Θα τα μεταμορφώσω τώρα αμέσως σε βατραχάκια!
Άμπρα κατάμπρα!

 

ΜΟΥΣΙΚΗ -3-4-5-6: Κούνησε πέρα δώθε το μαγικό της ραβδί…



Αφηγητής 3: Κούνησε η μάγισσα πέρα δώθε το μαγικό ραβδί και μεταμόρφωσε όλα τα παιδιά σε βρεγμένα βατραχάκια.
Αλλά τα βρεγμένα βατραχάκια συνέχισαν να τραγουδούν με κέφι τα κάλαντα.
Παιδιά: Αρχιμηνιάξ κι αρχιχρονιάξ
             ψιλή μου δέντρο κουάξ κουάξ κουάξ!

Ψιψινέλα:  Α!  Δε μ’αρέσει! Να τους μεταμορφώσεις σε κάτι άλλο ! Νιάαααρ!!!

Μάγισσα: Χμμμ…Έχεις δίκιο Ψιψινέλα ! Ας τα μεταμορφώσω καλύτερα σε γατούλες! Χόκους πόκους!
(Κούνησε πέρα δώθε το μαγικό ραβδί και μεταμόρφωσε όλα τα παιδιά σε χαδιάρες γατούλες.
Αλλά οι χαδιάρες γατούλες συνέχισαν να νιαουρίζουν χαδιάρικα τα κάλαντα. )

Παιδιά:Αρχιμηνιάρ κι αρχιχρονιάρ
            ψιλή μου δέντρο νιαρ νιαρ νιαρ!

Ψιψινέλα:  Βατράχια  δε θέλεις να μείνουν.
                      ‘Ιδιες μ’ εμένα όμως θέλεις να γίνουν!
                     Αυτό είναι άσχημο πολύ!
                       Μου κάνουν μαύρη τη ζωή! Νιάααααρ !

Μάγισσα:Μπα σε κακό μου! Πάλι δεν τα κατάφερα! Για να δούμε τι θα γίνει αν τα μεταμορφώσω σε κατσικάκια. Άμπερ κατάμπερ!
(Κούνησε αριστερά δεξιά το μαγικό της ραβδί και μεταμόρφωσε όλα τα παιδιά σε παρδαλά κατσικάκια.
Αλλά τα παρδαλά κατσικάκια συνέχισαν να βελάζουν μελωδικά τα κάλαντα. )

Παιδιά: Αρχιμπεμπέ κι αρχιμπεμπέ
             ψιλή μου δέντρο μπε μπε μπε!

Μάγισσα:Χμμμ...Μήπως να τα μεταμορφώσω άραγε σε παπάκια; Πάκους πατάκους!
(Κούνησε αριστερά δεξιά το μαγικό της ραβδί και μεταμόρφωσε όλα τα παιδιά σε παπάκια.
Αλλά τα παπάκια συνέχισαν να παπακίζουν ρυθμικά τα κάλαντα. )

Παιδιά: Αρχιπιπί κι αρχιπαπά
             ψιλή μου δέντρο πα πα πα!

Ψιψινέλα:  Όχι ! Όχι! Άλλο άλλο ! Δεν είναι ωραία!

Μάγισσα:Το βρήκα! Μάλλον σε αγελαδίτσες πρέπει να τα μεταμορφώσω. Αγελαμούρα!
(Κούνησε κυκλικά το μαγικό της ραβδί και μεταμόρφωσε όλα τα παιδιά σε παχουλές αγελαδίτσες .
Αλλά οι παχουλές αγελαδίτσες συνέχισαν να μουγκανίζουν χαρούμενα τα κάλαντα. )

Παιδιά: Αρχιμουμού κι αρχιμουμού
             ψιλή μου δέντρο  μου μου μου!    

Μάγισσα:Ας κάνω μια τελευταία προσπάθεια. Για να δοκιμάσω να τα μεταμορφώσω σε γαϊδουράκια! Γαϊδαρομούρα!
(Κούνησε πάνω κάτω το μαγικό της ραβδί και μεταμόρφωσε όλα τα παιδιά σε πεισματάρικα γαϊδουράκια.
Αλλά τα πεισματάρικα γαϊδουράκια συνέχισαν να γκαρίζουν με πείσμα τα κάλαντα. )

Παιδιά: Αρχιγκαργκαρ κι αρχιγκαργκαρ
             ψιλή μου δέντρο  γκαρ γκαρ γκαρ!
           
Ψιψινέλα: Σκέφτηκα κάτι τρομερό
Νομίζω το ιδανικό!
Άφωνους να τους αφήσεις
Και το πρόβλημα να λύσεις!

Μάγισσα: Μπράβο Ψιψινέλα! Πώς δεν το σκέφτηκα νωρίτερα! Θα τα ξανακάνω παιδιά, αλλά θα κλέψω τις φωνές τους. Να δούμε πως θα τραγουδάνε τα σκουπιδοπουλάκια μου τα κάλαντα χωρίς φωνές! Αφωνίσιους φυλακίσιους μπαλόνιους!


Αφηγητής 1: Τόπε και το’κανε. Κούνησε κυματιστά το μαγικό ραβδί της και τους έκλεψε τις φωνές.

Αφηγητής2: Τις έκλεψε και τις φυλάκισε σε μαγικά μπαλόνια.Τις φωνές των κοριτσιών σε ροζ μπαλόνια…

Αφηγητής 3: …και των αγοριών σε γαλάζια.

Μάγισσα: Ωραία τα κανόνισα τα σκουπιδοσκουπιδένια σκουπιδόπαιδα. Τώρα στόμα έχουν και μιλιά δεν έχουν!

Ψιψινέλα: Γιούπι! Νιάρ!, Βρήκαμε λύση
                    Το αυτί μας να ηρεμήσει!
                    Καλά να πάθετε παιδιά!
                   Είσαστε όλα συμφορά!

Αφηγητής 4: Έτσι λοιπόν τα παιδιά έμειναν άφωνα. Και βέβαια χωρίς φωνές δεν μπορούσαν να τραγουδήσουν τα κάλαντα. Έτρεξαν λοιπόν στα μεγαλύτερα αδέρφια τους και ψιθυριστά τους έδωσαν να καταλάβουν τι συνέβηκε.


ΜΟΥΣΙΚΗ 7: ΄Ετρεξαν λοιπόν στα μεγαλύτερα αδέλφια τους..



ΣΚΗΝΗ Β’
Αφηγητής 1: Σαν βράδιασε τα μεγαλύτερα παιδιά πήγανε νυχοπατώντας στο πέτρινο κάστρο της μάγισσας, για να βρούνε τα μπαλόνια με τις κλεμμένες φωνές.

ΜΟΥΣΙΚΗ 8-9-10: Το κάστρο αυτό όμως ήταν στοιχειωμένο...
Αφηγητής 2: Το κάστρο αυτό όμως ήταν στοιχειωμένο, πολύ σκοτεινό, πολύ παγωμένο και πάρα μα πάρα πολύ επικίνδυνο!

ΜΟΥΣΙΚΗ 11-: Αέρας στο στοιχειωμένο κάστρο

Αφηγητής 2: Η πύλη όμως ήταν κλειδαμπαρωμένη και τα παράθυρα τριπλομανταλωμένα.

Αφηγητής 3: Μόνο ένας μικρός αραχνιασμένος φεγγίτης στον πιο ψηλό πυργίσκο του θεόρατου κάστρου φαινόταν ανοικτός.

Φεγγάρι: Μια λύση τώρα παιδιά υπάρχει
Κι αφού στο κάστρο της θα τα’χει
Τα μπαλόνια για να βρείτε
Θα σας φέξω εγώ να μπείτε.

ΜΠΙΛΗΣ ΣΚΑΜΠΙΛΗΣ: Ας σπρώξουμε με δύναμη τη σιδερένια πύλη του κάστρου. Ελάτε πριν μας πάρει είδηση η πιο κακιά μας φίλη!

Μουσική : Toccata and Fugure in a minor

Κοράκι: Άδικο κόπο μικρέ μου κάνεις!
Με σίδερα ποτέ να μην τα βάνεις!
70 λουκέτα στην πόρτα έχει βάλει
μόνο φύγετε προτού ξεπροβάλλει!

ΚΟΥΛΑ ΠΑΓΩΤΟΓΛΕΙΨΟΥΛΑ:  Δεν τα παρατάμε έτσι εύκολα εμείς ! Θα βρούμε μια λύση όλοι μαζί! Ελάτε ας σκεφτούμε κάτι!

Νυχτερίδα:  Τι πεισματάρα που είσαι Θεέ μου!
Τόσο εγωισμό δεν είδα ποτέ μου
Σου λέμε είν’ ακατόρθωτο η πύλη ν’ ανοίξει
Το κοράκι γι αυτό προσπαθεί να σε πείσει!

ΠΙΤΣΑ ΣΟΥΠΙΤΣΑ.: Ας μην απογοητευόμαστε παιδια! Ας κοιτάξουμε πιο προσεχτικά κάποιο πέρασμα  θα βρούμε!

ΡΙΚΟΣ ΚΑΣΚΑΡΙΚΟΣ.: Α να! Βλέπω φως από εκείνο το μικρό φεγγίτη! Πώς θ’ ανεβούμε όμως ως εκεί πάνω; Είναι πολύ ψηλά!

ΤΕΛΗΣ ΠΑΣΤΕΛΗΣ.: Κάποιος πρέπει να σκαρφαλώσει ως εκεί πάνω...

ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΣ ΜΠΙΣΜΠΙΚΟΥΚΗΣ.:  Εγώ είμαι εδώ! Είμαι άσσος στο σκαρφάλωμα. Κάθε μέρα σκαρφαλώνω σε εφτά δέντρα! Σε τρεις ελιές, δυο χαρουπιές, μια λεμονιά και μια πορτοκαλιά.

Κίτσα  Κουκιδίτσα: Δε χρειάζεται να κινδυνέψεις! Θα κάνουμε κάτι άλλο! Θα ενώσουμε τα τριγωνάκια μας και θα φτιάξουμε μια μεγάλη σκάλα! Έτσι θα είναι πιο εύκολο το σκαρφάλωμα! Ελάτε ! Ας μη χάνουμε καιρό!
ΜΟΥΣΙΚΗ 12-13-14LΤhe Batman Them)
 Τα παιδιά σκαρφαλώνουν ένα ένα...

ΣΚΗΝΗ Γ’
ΜΟΥΣΙΚΗ 15: Its lateRick Nelson Νομίζω πως βρισκόμαστε…

ΛΟΥΦΗΣ ΤΣΟΥΛΟΥΦΗΣ: Νομίζω πως βρισκόμαστε στο μοβ δωμάτιο με τους μαγικούς καθρέφτες.

ΑΓΓΕΛΟΣ ΚΑΓΚΕΛΟΣ: Θεέ μου! Φαίνομαι λες και είμαι 70 χρονών!

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΟΥΓΙΑΝΝΗΣ: Κι αυτό εδώ ο καθρέφτης με δείχνει με κόκκινα σπυράκια ιλαράς στο πρόσωπο!

ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΣ ΜΠΙΣΜΠΙΚΟΥΚΗΣ.: Προσοχή! Μη ξεγελαστείτε και κοιταχτείτε στο σκοτεινό καθρέφτη με την ασημένια κορνίζα!

ΛΙΝΟΣ ΜΑΝΤΟΛΙΝΟΣ: Έχω ακούσει πώς όποιος κοιταχτεί σ’ αυτόν μαρμαρώνει... κι η μάγισσα τον κάνει μαρμαρόσκονη και τον πουλά σε μάντρα οικοδομών!

ΠΙΤΣΑ ΣΟΥΠΙΤΣΑ: Ας ψάξουμε για τα μπαλόνια στην κίτρινη αποθήκη της μάγισσας.

ΡΙΚΟΣ ΚΑΣΚΑΡΙΚΟΣ.: Εφτά μαγικά σκουπόξυλα... τρία πιθάρια με δάκρυα κόκκινου κροκόδειλου… κι ένα καλάθι με αγκάθια σμαραγδένιου σκαντζόχοιρου;

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΟΥΓΙΑΝΝΗΣ: Πάρτε από ένα αγκάθι σμαραγδένιου σκαντζόχοιρου ο καθένας. Μπορεί να μας χρειαστεί. Αλλά προς Θεού, μην κάνετε το λάθος και καβαλήσετε κανένα από τούτα εδώ τα μαγικά σκουπόξυλα!

ΜΠΙΛΗΣ ΣΚΑΜΠΙΛΗΣ :Έχω ακούσει ότι κανένας εκτός από τη μάγισσα δε μπορεί να τα καβαλήσει  αλλιώς αν δοκιμάσεις τότε θα φας 12 τσουχτερές ξυλιές στον ποπό σου.

ΤΕΛΗΣ ΠΑΣΤΕΛΗΣ: Αυτή πρέπει να’ ναι η κόκκινη τραπεζαρία της μάγισσας.

ΑΓΓΕΛΟΣ  ΚΑΓΚΕΛΟΣ.: Προσοχή! Όσο κι αν πεινάτε μη δοκιμάσετε ούτε ένα από αυτά τα φαγητά!

ΛΟΥΦΗΣ ΤΣΟΥΛΟΥΦΗΣ: Όποιος φάει από αυτή τη νυχτεριδόσουπα, βγάζει φτερά νυχτερίδας κι όποιος φάει σπαγγέτι από ουρές αρουραίων, βγάζει ροζ ουρά αρουραίων και περνά την υπόλοιπή του ζωή, κινδυνεύοντας να τον αρπάξει καμιά γάτα.
Μουσική : Pink Panther


ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΣ ΜΠΙΣΜΠΙΚΟΥΚΗΣ..: Πλησιάστε σιγά σιγά! Φτάσαμε στη ροζ κρεβατοκάμαρα της μάγισσας.

ΛΟΥΛΑ ΛΟΥΚΟΥΜΟΥΛΑ: Κοιτάξτε κρατάει στα χέρια της το μαγικό της ραβδί! Ας το πάρουμε προσεχτικά!

ΛΙΝΟΣ ΜΑΝΤΟΛΙΝΟΣ: Το πήρα το πήρα!... Τώρα τι κάνουμε;

 ΡΙΚΟΣ ΚΑΣΚΑΡΙΚΟΣ: Σπάστε τα μπαλόνια!

ΠΙΤΣΑ ΣΟΥΠΙΤΣΑ: Με τι να τα σπάσουμε;

 ΤΕΛΗΣ ΠΑΣΤΕΛΗΣ: Με τα αγκάθια του σκαντζόχοιρου!

[Μπαμ! Μπαμ! Μπαμ! Τα παιδιά σπάζουν τα μπαλόνια και η μάγισσα ξυπνά!]
ΜΟΥΣΙΚΗ 16: Γέλιο της μάγισσας

Μάγισσα: Γέλια της μάγισσας ακούονται φρικιαστικά!
Πού βρεθήκατε εσείς εδώ σκασμένα σκουπιδοσκουπιδένια  σκουπιδοπαιδά; Γιατί με ξυπνήσατε; Τι θέλετε;

Ψιψινέλα: Τι θέλετε; Τι θέλετε; Λέμε να κοιμηθούμε!
Είν’ άγρια μεσάνυχτα θέτε να σκοτωθούμε; ( σκοντάφτει)

ΜΠΙΛΗΣ ΣΚΑΜΠΙΛΗΣ: Θέλουμε να σου τα  ψάλουμε!

Μάγισσα: Τι να μου ψάλετε δηλαδή;

Όλοι: Τα κάλαντα!

Μάγισσα: Φύγετε αμέσως γιατί θα κουνήσω το μαγικό μου ραβδί και θα σας μεταμορφώσω σε σουρωτήρια!

ΛΟΥΦΗΣΤΣΟΥΛΟΥΦΗΣ: Αυτό θα το έκανες αν είχες μαγικό ραβδί για να κουνήσεις αλλά δεν το, χεις, γιατί το’ χουμε εμείς!

Μάγισσα: Δώστε μου αμέσως το ραβδί μου, θέλω το ραβδί μου, δεν μπορώ χωρίς το ραβδί μου!

ΑΓΓΕΛΟΣ ΚΑΓΚΕΛΟΣ: Θα στο δώσουμε αν κάτσεις φρόνιμα και ακούσεις με κατάνυξη τα κάλαντα!

Μάγισσα: Εντάξει...

[Συμφώνησε η μάγισσα και βούλωσε με τρόπο τα αυτιά της με βαμβάκι. Ένα παιδί όμως το κατάλαβε και της τα ξεβούλωσε. Έτσι τα παιδιά είπανε στη μάγισσα τα πανελλήνια κάλαντα.]


ΜΟΥΣΙΚΗ: -17- Κάλαντα Πρωτοχρονιάς

                    ΚΑΛΗΝ ΕΣΠΕΡΑΝ ΑΡΧΟΝΤΕΣ
ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΚΑΛΑΝΤΑ

Καλήν εσπέραν άρχοντες κι αν είναι ορισμός σας,
Χριστού τη θεία γέννησιν να πω στ’αρχοντικό σας.
Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ την πόλη,
οι ουρανοί αγάλλονται , χαίρει η Κτίσις όλη.
Εν τω σπηλαίω τίκτεται εν φάτνη των αλόγων,
ο Βασιλεύς των ουρανών και Ποιητής των όλων.
Πλήθος αγγέλων ψάλλουσι το δόξα εν υψίστοις
και τούτο άξιον εστί η των ποιμένων πίστης.
Εκ της Περσίας έρχονται τρεις μάγοι με τα δώρα,
άστρον λαμπρόν τους οδηγεί χωρίς να λείψει ώρα...


Μάγισσα: Ωραία! Δώστε μου τώρα το μαγικό μου ραβδί και χαθείτε από μπροστά μου σκουπιδόπαιδα!

Ψιψινέλα: Σκουπιδόπαιδα! Σκουπιδόπαιδα! Νιάααααρ!

ΚΟΥΛΑ ΠΑΓΩΤΟΓΛΕΙΨΟΥΛΑ: Όχι ακόμα, κάνε υπομονή! Θα σου πούμε τώρα τα κάλαντα όπως τα λένε στην Κύπρο.

Μάγισσα: Ας είναι...

[Έτριξε τα δόντια η μάγισσα και βούλωσε τα αυτιά της με δύο λουκάνικα. Ένα παιδί όμως το κατάλαβε και της τα ξεβούλωσε. Έτσι τα παιδιά είπανε στη μάγισσα τα κυπριακά κάλαντα.]












ΜΟΥΣΙΚΗ: -18- Κυπριακά Κάλαντα
ΚΑΛΗΝ ΕΣΠΕΡΑΝ ΘΑ ΣΑΣ ΠΩ
ΚΥΠΡΙΑΚΑ ΚΑΛΑΝΤΑ

Καλήν εσπέραν θα σας πω τζιαν είναι ορισμός σας,
Χριστού την θεία γέννησιν να πω στ’αρχοντικό σας.
Γεννιέται μες το σπήλαιον, στην φάτνη των αλόγων,
ο Βασιλεύς των ουρανών τζιαι ποιητής των όλων.
Άγγελοι εις τον ουρανόν ψάλλουν το εν υψίστοις
τζιαι κάτω φανερώνεται η των ποιμένων πίστης.
Που την Περσίαν έρκουνται τρεις μάγοι με τα δώρα
τζ’έναν αστέριν λαμπερόν τους οδηγεί στη χώρα.
Όταν εφτάσασιν τζ’οι τρεις , με πόθον ερωτούσιν
πού εγεννήθει ο Χριστός , να παν να τόνε βρούσιν...

Μάγισσα: Επιτέλους! Δώστε μου τώρα το μαγικό μου ραβδί και πηγαίνετε στο κακό  σκουπιδάκια!

ΚΙΤΣΑ ΚΟΥΚΙΔΙΤΣΑ : Όχι ακόμα. Θα σου πούμε τα κάλαντα όπως τα λένε και στην Κρήτη.

Μάγισσα: Σύμφωνοι.
[Ξίνισε τα μούτρα της η μάγισσα και βούλωσε τα αυτιά της με δύο μπανάνες. Ένα παιδί όμως το κατάλαβε και της τα ξεβούλωσε. Έτσι τα παιδιά είπανε στη μάγισσα τα κρητικά κάλαντα.]
ΜΟΥΣΙΚΗ: -19- Κρητικά Κάλαντα

                            Χριστός γεννιέται σήμερον εν Βηθλεέμ την πόλη
οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρεται η φύσις όλη.
Κυρά καμαροτράχηλη και φεγγαρομαγούλα,
απού τον έχεις τον υγιό , τον μοσχοκανακάρη.
Λούζεις τον και χτενίζεις τον και στο σκολειό τον πέμπεις
κι ο δάσκαλος τον έδειρε μ’ένα χρυσό βεργάλι
και η κυρά δασκάλισσα με το μαργαριτάρι.
Κι αν είναι το θέλημα , άσπρη μου περιστέρα,
ανοίξετε την πόρτα σας , να πούμε καλησπέρα.


Μάγισσα: Επιτέλους! Δώστε μου τώρα το μαγικό μου ραβδί και γίνετε καπνός προτού σας κάνω καπνιστά σκουπιδούλικά μου σκουπιδάκια.

ΛΟΥΛΑ ΛΟΥΚΟΥΜΟΥΛΑ: Όχι ακόμα. Θα σου πούμε και τα κάλαντα όπως τα λένε στην Πελοπόννησο.

Μάγισσα: Τέλος πάντων.

[Μούγκρισε η μάγισσα και βούλωσε τα αυτιά της με δύο σουτζούκους. Ένα παιδί όμως το κατάλαβε και της τα ξεβούλωσε. Έτσι τα παιδιά είπανε στη μάγισσα τα κυπριακά κάλαντα.]


ΜΟΥΣΙΚΗ: -20- Πελοποννησιακά Κάλαντα
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΠΡΩΤΟΥΓΕΝΝΑ
ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΑ ΚΑΛΑΝΤΑ
ΜΟΥΣΙΚΗ: ΜΩΡΑΪΤΙΚΑ ΚΑΛΑΝΤΑ

Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου,
για βγάτε διέτε μάθετε πως ο Χριστός γεννιέται.
Γεννιέται κι ανατρέφεται στο μέλι και στο γάλα,
το μέλι τρων’ οι άρχοντες, το γάλα οι αφεντάδες
και το μελισσοβότανο το λούζονται οι κυράδες.
Εμείς εδώ δεν ήρθαμε να φάμε και να πιούμε,
μόνο σας αγαπούσαμε κι ήρθαμε να σας δούμε.
Δώστε μας και τον κόκορα, δώστε μας και την κότα,
δώστε μας και πεντ’έξι αυγά , να πάμε σ’άλλη πόρτα.
Εδώ που τραγουδήσαμε πέτρα να μην ραΐσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού πολλούς χρόνους να ζήσει.

ΚΟΥΛΑ ΠΑΓΩΤΟΓΛΕΙΨΟΥΛΑ : Ορίστε, τώρα μπορείς να πάρεις το ραβδί σου!

Μάγισσα: Όχι, δεν το θέλω! Δε το θέλω καθόλου, καθόλου δεν το θέλω!
Ψιψινέλα: Δεν το θέλει! Δε το θέλει καθόλου, καθόλου δεν το θέλει!

ΑΓΓΕΛΟΣ ΚΑΓΚΕΛΟΣ: Δε θέλεις το ραβδί σου;

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΟΥΓΙΑΝΝΗΣ: Τι θέλεις τότε;

Μάγισσα: Να ερχόσαστε κάθε Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά και να μου λέτε τα κάλαντα! Τώρα που αναγκάστηκα να τα ακούσω, κατάλαβα πόσο όμορφα είναι. Τι λέτε; Χορεύουμε τα πελοποννησιακά;

Ψιψινέλα:  Αχ ναι ! Νιαρ νιαρ ! Ήταν πολύ ωραία! Πολύ ωραία ! Κι εγώ πέρασα υπέροχα!

Αφηγητής 1: Έτσι κι έγινε

Αφηγητής 2: Από τότε η μάγισσα Φρικαντέλα Ζαρζουέλα Σαλμονέλα Στρυφνίνη άλλαξε και άρχισαν να της αρέσουν όχι μόνο τα κάλαντα, αλλά και όλα τα καλά πράγματα.

Αφηγητής 3: Πέταξε όλα τα κακάθια της και στη θέση τους έβαλε καλάθια.
Αφηγητής 4: Και πέταξε όλα τα μπουκακάκια της και στη θέση τους έβαλε μπουκαλάκια.

Αφηγητής 1: Και πέταξε όλα τα κακώδια και στη θέση τους έβαλέ καλώδια.

Αφηγητής 2: Και σαν να μην έφταναν αυτά, κάθε πρωί δεν πίνει ένα φλιτζάνι ζεστό κακάο.

Αφηγητής 3: Πίνει ένα φλιτζάνι αχνιστό καλάο.

Αφηγητής 4:  Και όταν φτάνουν με το καλό οι παραμονές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, ο Σεβαστιανός Μπισμπικούκης,

Αφηγητής 1:  η Κούλα Παγωτογλειψούλα,

Αφηγητής 2:  ο Ρίκος Κασκαρίκος,

 Αφηγητής 3:  ο Τέλης Παστέλης,

Αφηγητής 4: ο Μπίλης Σκαμπίλης,


Αφηγητής 1: ο Λούφης Τσουλούφης,

Αφηγητής 2: ο Άγγελος Κάγκελος

Αφηγητής 3: ο Γιάννης Μουγιάννης

Αφηγητής 4 : η Κίτσα Κουκιδίτσα

Αφηγητής 1: η Λούλα Λουκουμούλα

Αφηγητής 2: και τα άλλα παιδιά, πάνε στη μάγισσα Φρικαντέλα να της πούνε τα κάλαντα  . Κι όταν ξημερώσει και τελειώσουν τα κάλαντα από όλες τις πόλεις, στήνουν ένα τρελό χορό όλοι μαζί!

Μάγισσα: Εσείς δεν τα ξέρετε; Ελάτε λοιπόν ας τραγουδήσουμε όλοι μαζι!

Ψιψινέλα:  Τι περιμένετε; Νιάαααρ !Ξεκίνατε τώρα αμέσως! Πάμε όλοι μαζί!

Κάλαντα:  Αρχή μηνιά κι αρχή χρονιά……..

Χρόνια πολλά!  Καλή χρονιά!




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου