ΜΑΝΟΥΛΑ ,ΧΡΟΝΙΑ ΣΟΥ ΠΟΛΛΑ!!!
Γ. ΙΑΚΩΒΙΔΗΣ «Μητρική στοργή» |
Γεράσιμος Μαρκοράς
Μάνα!.. Δε βρίσκεται
λέξη καμία
νάχει στον ήχο της
τόση αρμονία,
σαν ποιος να σ’ άκουσε
με στήθος κρύο,
όνομα θείο;
Παιδί από σπάργανα
ζωσμένο ακόμα,
με χάρη ανοίγοντας
γλυκά το στόμα,
γυρνάει στον άγγελο
που τ’ αγκαλιάζει
και μάνα κράζει.
Στον κόσμο τρέχοντας
ο νέος διαβάτης
πέφτει στ’ αγνώριστα
βρόχια τσ’ απάτης,
και αναστενάζοντας,
Μάνα μου! Λέει,
Μάνα! Και κλαίει.
Της νιότης φεύγουνε
τ’ άνθια κ’ η χάρη
τριγύρω σέρνεται
με αργό ποδάρι,
ώσπου στην κλίνη του,
σα βαρεμένος,
πέφτει ο καημένος.
Και πριν την ύστερη
πνοή του στείλει,
αργά ταράζονται
τα κρύα του χείλη,
και με το μάνα μου!
πρώτη φωνή του,
πετά η ψυχή του.
Γεωργίου Βερίτη "Μάνα γλυκυτάτη"
(΄Απαντα ΠΟΙΗΜΑΤΑ, Εκδόσεις ΔΑΜΑΣΚΟΣ, Αθήναι, 1968)
Θέ μου, να κάμω σε Σένα θερμή προσευχή!
Θέ μου, η αγάπη Σου ας είν΄ πιο βαθιά, πιο γλυκιά για τη Μάνα!
Μέσα της κάμε ν΄ απλώνεται πάντα η δική Σου γαλήνη,
και στις πληγές της καρδιάς της η χάρη Σου βάλσαμο ας γίνη.
Μάνα γλυκύτατη, Μάνα ουρανόσταλτη, ατίμητη Μάνα!
δε σε θαμπώνουν απάτες εσένα κι΄ονείρατα πλάνα.
Πάνω στο χρέος ακοίμητη εσύ, νύχτα - μέρα σκυμμένη,
τ΄άπειρο ακούς μέσ΄τα χάη μια - μια τις στιγμές να σημαίνη.
Τόσο η ψυχή σου είν΄απλή, που μιλά με τ΄αμίλητα πλάσματα,
κι ούτε γελιέσαι ποτέ μ΄όσα φτιάνει το ψέμα φαντάσματα.
Μάνα, η στοργή σου μεγάλη κι΄απέραντη όσο η πλάση!
Ποιός θα μπορέση ως βαθιά την καρδιά σου ποτέ να διαβάση;
Μάνα, η στοργή σου πασίχαρη σαν τις αχτίδες του ήλιου,
μέσ΄στη χαρά του χρυσού προσκαλεί μαγικού σου βασίλειου.
Πώς με βελούδινα δάχτυλ΄αγγίζεις τους πόνους μας και τους γλυκαίνεις
Μάνα γλυκύτατη, όλα τα βάσανα συ τ΄απαλαίνεις!
Πάνω απ΄το λίκνο μας σκύβοντας, άγγελε - ώ τη χαρά σου!
τα μεταξένια σου απλώνεις φτερά, τα μεγάλα φτερά σου.
΄Ω το γλυκό, τρυφερό σου, μανούλα, κι΄ολόθερμο φίλημα,
στου βρεφικού μας ονείρου τ΄αθώο κι΄απλό παραμίλημα!
΄Ω, πώς πονάς όταν βλέπεις εμάς στο κρεββάτι του πόνου,
και στους δικούς μας κινδύνους, καλή, πόσα φίδια σε ζώνουν!
Πόσες φορές σου τρυπάμε, φτωχή, την καρδιά με μαχαίρι,
και πόσες άλλες σηκώσαμε απάνω σου βέβηλο χέρι!
Πόσες φορές σ΄ανεβάσαμε απάνω σε ξύλον οδύνης,
δίχως εσύ και μια λέξη πικρή παραπόνου ν΄αφήνης!
Κ΄ώ, πόσες άλλες φορές στου φρικτού Γολγοθά μας τα σκότη
μόνη σου κλαις, σ΄ένα θρήνο βουβό, τη χαμένη μας νιότη!
΄Ολα μας ταμαθες, Μάνα γλυκύτατη, ατίμητη Μάνα,
και με της Πίστης μας τ΄άγιο μας έθρεψες κ΄άφθαρτο μάννα.
΄Ενα κομμάτι χτυσάφι μας έκρυψες μέσα βαθιά μας,
να μπουμπουκιάσουν οι ανθοί λαχταράς του καλού στην καρδιά μας.
Μάνα! πού βρήκες την τόση στοργή, την αγάπη την τόση;
Μέσ΄στην ψυχή σου απ΄το χέρι του Πλάστη μας έχει φυτρώσει!
Μάνα, που πήρες απ΄ όλα τα πλάσματ΄ ανώτερο θρόνο,
άφθαρτη μένει κι΄ ανέγγιχτ' η δόξα σου μέσα στο χρόνο.
Μεσ΄στην αγκάλη σου, ώ θαύμα! κρατάς το Θεό μας, Μητέρα,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου